Αν η Αριστερά είχε μετοχή στο Χρηματιστήριο, θα την πούλαγε με το σύνθημα «αγοράζεις ηθική, όχι πολιτική». Εδώ και δεκαετίες, έχει καταφέρει να πλασαριστεί ως η «καθαρή» δύναμη, η φωνή των αδικημένων, η πλευρά της Ιστορίας — ανεξαρτήτως του τι πραγματικά κάνει όταν αποκτά εξουσία.

Είναι εντυπωσιακή η επιμονή της να διατηρεί αυτό το περιτύλιγμα, ακόμα κι όταν ο κατάλογος με τις πολιτικές και ιστορικές ευθύνες της μακραίνει: από την κάλυψη της βίας στα πανεπιστήμια, την υπεράσπιση κάθε παραβατικής «κοινωνικής αγανάκτησης», μέχρι την πολιτική ελαφρότητα με την οποία οδήγησε τη χώρα σε δημοψηφίσματα, capital controls και φτηνά ψέματα. Η Αριστερά μπορεί να διαλύσει μια χώρα, αλλά θα το κάνει «με αξίες».

Το αφήγημα είναι τόσο καλά στημένο, που κάθε αντίλογος βαφτίζεται αυτομάτως ως «προπαγάνδα της Δεξιάς». Και κάπου εδώ, μπαίνει στο κάδρο η Ομάδα Αλήθειας — αυτή η “κακιά” μονταζιέρα που τολμά να βάζει αποσπάσματα δηλώσεων χωρίς να τις αλλοιώνει. Το έγκλημά της; Ότι δείχνει, χωρίς να σχολιάζει. Εκθέτει, χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτα. Απλώς παίζει το βίντεο και αφήνει τον πολιτικό να εκτεθεί με τα δικά του λόγια.

Αυτό είναι που πονάει περισσότερο: ότι δεν πρόκειται για πλαστή προπαγάνδα. Πρόκειται για αληθινά αποσπάσματα, αυθεντικές τοποθετήσεις, άβολες αλήθειες. Και τότε ξεκινά η υπερασπιστική γραμμή: «Ναι, αλλά η Ομάδα Αλήθειας είναι παρακρατικός μηχανισμός». Την ίδια στιγμή που επί χρόνια η Αριστερά αποθεώνει σατιρικές εκπομπές, επιθεωρήσεις, φέικ ντοκιμαντέρ και “λαϊκά δικαστήρια” της τηλεόρασης ως πολιτική αντίσταση.

Η αλήθεια είναι απλή: το «ηθικό πλεονέκτημα» υπήρξε η πιο πετυχημένη καμπάνια ξεπλύματος στην πολιτική ιστορία της χώρας. Μια ιδεολογική πανοπλία που δεν σπάει με γεγονότα, μόνο με συνέπεια και υπομονή.

Και το μόνο που χρειάζεται για να ραγίσει είναι… το play button.