Με πάνω από 90.000 νεκρούς – ανάμεσά τους και πάνω από 300 γιατροί – και την πανδημία να συνεχίζει να δείχνει τα δόντια της, η Ιταλία έχει επιστρέψει στην κρίση μετά την πτώση της κυβέρνησης Κόντε, της 66ης μετά τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ώρα που η χώρα έπρεπε να βρίσκεται απόλυτα προσανατολισμένη στην απίστευτη υγειονομική κρίση από την οποία πλήττεται εδώ και έναν χρόνο με μεγάλη σφοδρότητα, ένας τεχνοκράτης από τα παλιά, ο Μάριο Ντράγκι προσπαθεί να σχηματίσει «μια κυβέρνηση υψηλών προδιαγραφών, η οποία να μην ταυτίζεται με καμία πολιτική δύναμη», όπως ανέφερε από την πρώτη στιγμή ο Πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλλα.

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη*

Σε κάθε άλλη περίπτωση η Ιταλία θα είχε οδηγηθεί ξανά στις κάλπες – κάτι που θα είχε συμβεί ήδη από πέρσι αν δεν είχε ενσκήψει η πανδημία. «Οι εκλογές», είπε ο Ματαρέλλα, «αποτελούν άσκηση Δημοκρατίας. Αλλά έχω καθήκον να υπογραμμίσω ότι μια μακρά περίοδος προεκλογικής εκστρατείας και οι διαβουλεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης που θα ακολουθούσαν, θα συνέπιπταν με μια κρίσιμη εποχή για την τύχη της Ιταλίας. Από την ημέρα που διαλύεται η Βουλή απαιτούνται 60 ημέρες και μετά άλλες 20 για να ορκιστούν τα κοινοβουλευτικά σώματα και μετά πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση που πρέπει να λάβει την Δεδηλωμένη. Το 2013 πέρασαν τέσσερις μήνες, το 2018 πέντε μήνες. Μεγάλο διάστημα για να μείνει η χώρα χωρίς κυβέρνηση».

Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα παραμένει σε κρίση ήδη εδώ και έναν μήνα.

Στις 3 Φεβρουαρίου, μετά την αποτυχία της διερευνητικής εντολής της 29ης Ιανουαρίου που είχε λάβει ο πρόεδρος της Βουλής Ρομπέρτο Φίκο, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης έλαβε ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αξίωμα που είχε καταλάβει επί Μπερλουσκόνι ο οποίος τότε είχε πανηγυρίσει.

Από τότε προσπαθεί να βγάλει άκρη συνομιλώντας με τις ηγεσίες οκτώ κομμάτων. Μόλις ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο των διαβουλεύσεων με τα κόμματα και τη Δευτέρα ξεκινά έναν δεύτερο κύκλο με τους κοινωνικούς εταίρους και πιθανόν άλλον έναν με τα κόμματα.

Και φυσικά, άρχισε το γαϊτανάκι: Η Λέγκα του Σαλβίνι και τα Πέντε Αστέρια, εκ μέρους των οποίων συζητά ο επανακάμψας ιδρυτής τους Μπέππε Γκρίλλο, έδωσαν από την πρώτη στιγμή τη στήριξή τους. Ο Σαλβίνι, πρώην υπουργός Εσωτερικών στην προηγούμενη κυβέρνηση με τα Πέντε Αστέρια, δήλωσε ότι είναι έτοιμος να επιστρέψει στην κυβέρνηση με δύο υπουργούς.

Αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα δηλώνει πως δεν επιθυμεί να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τη Λέγκα, κάτι που συμμερίζεται και το LEU (Ελεύθεροι και Ίσοι), το μικρό κόμμα της αριστεράς που επίσης στήριζε την κυβέρνηση Κόντε. Μια κυβέρνηση εξαιρετικά εύθραυστη, που έπεσε μόλις απέσυρε την εμπιστοσύνη του το κόμμα «Ζωντανή Ιταλία» του Ματτέο Ρέντσι.

Τα κόμματα της κεντροαριστεράς θα επιθυμούσαν μια επανάληψη της προηγούμενης κυβέρνησης με μοναδική αλλαγή στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε αποδεκτό, ούτε εφικτό. Ο Ντράγκι δεν θα δεχόταν να πρωτοστατήσει σε ένα τρυκ που ως αποτέλεσμα θα είχε μόνο την απομάκρυνση του πρωθυπουργού που έδωσε την μάχη κατά της πανδημίας. Αλλά και τα Πέντε Αστέρια δεν θα δέχονταν την λαθροχειρία, αφού στήριξαν μέχρι τέλους τον Κόντε.

Όσο για τον Ρέντσι επίσης δεν έχει πρόβλημα να στηρίξει τον Ντράγκι, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι το πρόβλημά του ήταν ο Κόντε. Και μάλιστα με δηλώσεις σχετικά με το ποιος πρέπει να διαχειριστεί τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και βέβαια, όλοι άρχισαν τις διαβουλεύσεις στο εσωτερικό των κομμάτων τους αλλά και τα παζάρια για το ποιος θέλει ποιον υπουργό να παραμείνει και στη νέα κυβέρνηση.

Διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων και στο βάθος… Ούρσουλα!

Είχαν προηγηθεί οι διαβουλεύσεις, στις 27 και 28 Ιανουαρίου, του προέδρου Ματαρέλλα με τα κόμματα τα οποία στήριζαν την κυβέρνηση Κόντε και τα οποία ήθελαν να ανατεθεί στον Κόντε η εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης – ενώ η προηγούμενη είχε μόλις καταρρεύσει! Για τον σκοπό αυτό είχε δημιουργηθεί σε Βουλή και Γερουσία το κίνημα των λεγόμενων «υπεύθυνων» στο οποίο καλούνταν να προσχωρήσουν μεμονωμένα διάφοροι βουλευτές από διάφορα κόμματα. Κάποιοι είχαν πει το «ναι», αλλά τι σταθερότητα θα είχε μια κυβέρνηση με τέτοιου είδους ευκαιριακές συμμαχίες και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο;

Στο μεταξύ, ο Ρέντσι δήλωνε πως θα στηρίξει οποιαδήποτε κυβέρνηση υπό πρωθυπουργό που θα επέλεγε ο Ματαρέλλα, πολιτική ή τεχνοκρατική ή μικτή, ουσιαστικά υπαναχωρώντας από την αρχική αδιαλλαξία του.

Ένα άλλο μοντέλο που προκρίθηκε ήταν το γνωστό ως «κυβέρνηση Ούρσουλα», που υποδηλώνει μια πλειοψηφία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και θα μπορούσε να περιλαμβάνει εκτός από το Δημοκρατικό Κόμμα, τα Πέντε Αστέρια και το LEU και την Forza Italia του Μπερλουσκόνι, αλλά όχι τα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι. Δηλαδή με την συμμετοχή μόνο της μετριοπαθούς κεντροδεξιάς.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρομάνο Πρόντι, όταν τον Ιούλιο του 2019 υπέρ της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν για το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής ψήφισαν το Δημοκρατικό Κόμμα, τα Πέντε Αστέρια και η Forza Italia ως μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.

Ούτε αυτό περπάτησε.

Χάνεται πολύτιμος χρόνος

Στο μεταξύ, από τις 26 Ιανουαρίου που παραιτήθηκε ο Κόντε, ο χρόνος περνά και, μεταξύ άλλων, καθυστερεί και η ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων για την ανακούφιση από την πανδημία.

Είχαν προηγηθεί κι’ άλλες μέρες κρίσης με τον Κόντε να αναζητεί επί μέρες την αναγκαία πλειοψηφία των 161 γερουσιαστών. Στη διάρκεια εκείνων των πρώτων ημερών μετά την απόσυρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση από τον Ρέντσι και την παραίτηση των υπουργών του, υπήρξε και άλλος γύρος διαβουλεύσεων του Ιταλού Προέδρου με τον πρώην πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων.

Με λίγα λόγια, κοντεύει μήνας από τις 13 Ιανουαρίου που ο Ρέντσι απέσυρε υπουργούς και εμπιστοσύνη. Ήταν η ημέρα που η κυβέρνηση Κόντε είχε αποφασίσει για το Σχέδιο Ανάκαμψης των 222 δις ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας και πλέον αυτό έπρεπε να κυρωθεί από την Βουλή. Με τον Ρέντσι να διαφωνεί, ο δρόμος για την πτώση της κυβέρνησης είχε ανοίξει. Άλλωστε, ο Ρέντσι από καιρό κατηγορούσε τον Κόντε ότι οι συσκέψεις με τους εταίρους του δεν διαρκούν πάνω από μισή ώρα και πως το ίδιο έγινε και όσον αφορά στις συζητήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης.

Στο μεταξύ, όλες αυτές τις μέρες, την ζωή τους έχαναν καθημερινά από 500 ως χίλιοι άνθρωποι την ημέρα, ενώ η κυβέρνηση συνέχιζε να διαφωνεί με τις περιφέρειες για το αν και πότε θα ανοίξουν τα σχολεία.

Το τελεσίγραφο Ρέντσι εν μέσω εθνικής τραγωδίας

Το δε αίσθημα της ακυβερνησίας υπήρχε ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ο Ρέντσι ξεκαθάρισε πως, σε αντίθεση με τον Κόντε, επιθυμεί τα χρήματα από την ΕΕ να τα διαχειριστεί η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο, χωρίς καμιά συμμετοχή ομάδας μάνατζερ τους οποίους ήθελε να χρησιμοποιήσει ο Κόντε, που είχε προκρίνει συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου, ο Ρέντσι είχε στείλει το τελεσίγραφό του: Είτε το Ταμείο Ανάκαμψης θα συζητείτο από την αρχή, είτε θα εγκατέλειπε την κυβέρνηση.

Το μήνυμα προς τον Κόντε ήταν σαφές: «Αν οι συνεργάτες σας τηλεφωνούν στις εφημερίδες με διαρροές ότι τάχα όλα αυτά γίνονται επειδή επιδιώκω μερικές πολυθρόνες ακόμη, σας δηλώνω ότι υπάρχουν τρεις στην διάθεσή σας, δύο υπουργικές και μία υφυπουργού».

Όλα αυτά συνέβαιναν ακριβώς τις ημέρες που η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωνε πως στην Ιταλία σημειωνόταν ο μεγαλύτερος αριθμός θυμάτων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!

Όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που ακόμη και στο Μιλάνο ουρές σχηματίζονταν έξω από τις τράπεζες τροφίμων, καθώς η οικονομική κρίση φούντωνε.

Τελεσίγραφα και αποχωρήσεις «Πεντάστερων»

Και στο μεταξύ, φυλλορροούσαν και τα Πέντε Αστέρια που στην διάρκεια της κυβερνητικής θητείας Κόντε έχασαν 52 βουλευτές και γερουσιαστές. Άλλοι διεγράφησαν, άλλοι αποχώρησαν και βρέθηκαν σε διαφορετικά κόμματα – άλλοι στη Λέγκα, άλλοι στον Μπερλουσκόνι, άλλοι στο αριστερό LEU, άλλοι στα Αδέλφια της Ιταλίας και ένας στο Δημοκρατικό Κόμμα.

Ήδη από τον Σεπτέμβριο, πολλοί βουλευτές από τα Πέντε Αστέρια είχαν στείλει τόσο στην ηγεσία του κόμματός τους όσο και στον πρωθυπουργό Κόντε το δικό τους τελεσίγραφο: Στο εξής δεν θα ψηφίζουν με κλειστά μάτια όσα ο Κόντε αποφασίζει μόνος του.

Σε καλύτερη κατάσταση βρισκόταν η κεντροδεξιά αντιπολίτευση, η οποία μάλιστα, στις 26 Νοεμβρίου 2020, είχε υπερψηφίσει την αύξηση του δημοσίου ελλείμματος κατά 8 δισεκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Ο κίνδυνος ανά πάσα στιγμή να πέσει η κυβέρνηση εν μέσω πανδημίας ήταν ορατός και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θέλησαν να στείλουν το μήνυμα.

Από τον Ιούλιο του 2020 δε, ο Μπερλουσκόνι είχε δηλώσει πως ήταν έτοιμος να μπει στην κυβέρνηση Κόντε, αλλά χωρίς τα Πέντε Αστέρια. Ήταν τότε που τα Πέντε Αστέρια είχαν διαφωνήσει με το Δημοκρατικό Κόμμα για την πηγή χρηματοδότησης, διαφωνώντας με την προσφυγή στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Άλλωστε, η «κιτρινοκόκκινη» κυβέρνηση δεν σταμάτησε να καυγαδίζει ούτε στη διάρκεια της πανδημίας.

Ήδη από τις 17 Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος Ματαρέλλα υπήρξε σαφής στη δήλωσή του: «Ο ιός τείνει να μας διχάσει. Αρκετά με τις διαλυτικές διαφωνίες για ιδιοτελή συμφέροντα».

Μετά από όλα αυτά στην Ιταλία πολλοί αναρωτιούνται ξανά πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια… σταθερή κυβέρνηση οκτώ κομμάτων, όταν δεν στάθηκε δυνατόν να συμβεί αυτό με τέσσερα κόμματα!

Οι φράουλες, ο Πλάτωνας και οι χαμένοι που… κερδίζουν!

Ήδη ο Σαλβίνι υπενθυμίζει πως το κόμμα του είναι η πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα, ενώ ο Μπέππε Γκρίλλο στέλνει σιβυλλικά μηνύματα μέσω του μπλογκ του:

«Οι φράουλες έχουν ωριμάσει», έγραψε, μετά τη συνάντησή του με τον Ντράγκι. Και μετά κατέφυγε στον… Πλάτωνα: «Δεν γνωρίζω έναν αλάνθαστο δρόμο προς την επιτυχία, αλλά ο μόνος σίγουρος δρόμος για την αποτυχία είναι να θέλεις να τους ικανοποιείς όλους»…

Προσέξτε τώρα γιατί το σύστημα της απλής αναλογικής όχι μόνο προκαλεί ακυβερνησία – από το 1946 η χώρα γνώρισε 66 κυβερνήσεις και τώρα οδεύει προς την 67η – αλλά και νοθεύει την πραγματική βούληση του λαού.

Από τον Νοέμβριο του 2011, την χώρα κυβερνά η κεντροαριστερά χωρίς αυτό να αποτελεί βούληση του λαού εκπεφρασμένη μέσω της κάλπης. Το Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται συνεχώς στην κυβέρνηση χωρίς ποτέ να κερδίσει σε εκλογές. Τα εκλογικά αποτελέσματα, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ουδέποτε έδειξαν προς μια αριστερή διακυβέρνηση. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές το εκλογικό αποτέλεσμα ευνοούσε την δεξιά και την κεντροδεξιά.

Πλην όμως, στις καλύτερες των περιπτώσεων, η κεντροδεξιά συμμετείχε χωρίς ποτέ να ορίζει τον πρωθυπουργό ή να έχει λόγο για το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου. Αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έλειψε ποτέ. Και είχε λόγο. Μετά την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, την τελευταία όπου πρωθυπουργός και κυβέρνηση ήταν αποτέλεσμα της λαϊκής ψήφου, το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε να οδηγήσει στο Παλάτσο Κίτζι πέντε πρωθυπουργούς που δεν θα έφθαναν ποτέ εκεί μέσω της κάλπης – Ενρίκο Λέττα, Ματτέο Ρέτσι, Πάολο Τζεντιλόνι, τον τεχνοκράτη Μάριο Μόντι και τελικά τον Τζιουζέππε Κόντε.

Κανένας από αυτούς δεν πρόσκειτο στην κεντροδεξιά που είχε κερδίσει τις εκλογές.

Και αυτό είναι το όνειρο του Τσίπρα για την Ελλάδα…


*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ν.Δ., υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος