Από τη γέννησή του τον 7ο αιώνα στην Αραβική Χερσόνησο, το Ισλάμ δεν εμφανίστηκε απλώς ως θρησκεία· εμφανίστηκε ως σύστημα εξουσίας. Σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, που διαχωρίζει την πνευματική από την πολιτική εξουσία ήδη από τη ρήση «απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», το Ισλάμ δεν έκανε ποτέ τέτοιο διαχωρισμό. Ο Μωάμεθ δεν υπήρξε μόνο προφήτης, αλλά και στρατιωτικός ηγέτης, νομοθέτης και δικαστής. Από την αρχή, η πνευματική και η κρατική εξουσία ενώθηκαν σε ένα σώμα.
Η ιστορική εξάπλωση του Ισλάμ δεν έγινε με κηρύγματα αλλά με κατακτήσεις. Μέσα σε μόλις έναν αιώνα από τον θάνατο του Μωάμεθ (632 μ.Χ.), οι μουσουλμάνοι είχαν καταλάβει εδάφη που εκτείνονταν από την Ιβηρική Χερσόνησο μέχρι την Ινδία. Οι Βυζαντινοί έχασαν Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο· οι Πέρσες αφανίστηκαν· η Βόρεια Αφρική έγινε σταδιακά οριστικά ισλαμική· η Ισπανία κατελήφθη το 711 από τους Ουμαγιάδες.
Το βασικό εργαλείο δεν ήταν η ενσωμάτωση, αλλά η υποταγή (ισλάμ = υποταγή). Οι μη μουσουλμάνοι μπορούσαν να ζήσουν υπό καθεστώς dhimmi – προστατευόμενοι, υπό τον όρο καταβολής ειδικού φόρου (jizya) και με περιορισμένα δικαιώματα. Δεν μιλάμε για ισότητα· μιλάμε για ανοχή υποτέλειας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που αποτέλεσε την πολιτική έκφραση του σουνιτικού Ισλάμ για πέντε αιώνες, λειτούργησε με το ίδιο δόγμα: το χαλιφάτο δεν ήταν θρησκευτικός θεσμός· ήταν πολιτική κυριαρχία στο όνομα του Ισλάμ. Ο «νόμος» (σαρία) δεν ήταν σύστημα ηθικών αρχών· ήταν καθολικός κώδικας που ρύθμιζε τα πάντα – από την οικογένεια μέχρι τις διεθνείς σχέσεις.
Ο δυτικός κόσμος, εθισμένος στον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας και στην έννοια της «θρησκείας ως προσωπικής πίστης», αντιμετώπισε το Ισλάμ με φίλτρα που δεν του ταίριαζαν. Και το πλήρωσε. Από τις επιδρομές στα Βαλκάνια, τις πολιορκίες της Βιέννης (1529 και 1683), μέχρι τη βίαιη ισλαμική επέκταση στην Ινδία και την εξάλειψη του βουδισμού στο Αφγανιστάν, το ιστορικό μοτίβο δεν αλλάζει: το Ισλάμ κινείται με στόχο την κυριαρχία, όχι τη συνύπαρξη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε μουσουλμάνος σκέφτεται έτσι· σημαίνει όμως ότι το θεολογικό θεμέλιο του Ισλάμ επιτρέπει, ενίοτε επιβάλλει, τη σύγκρουση με κάθε σύστημα που δεν το αποδέχεται. Το δόγμα του τζιχάντ (αγώνας για τον Αλλάχ) δεν είναι μονάχα εσωτερική πνευματική προσπάθεια, όπως παρουσιάζεται συχνά, αλλά και κυριολεκτική πολεμική επιχείρηση, όπως προβλέπεται σε πλήθος σούρες του Κορανίου και αναφορές στη Σούνα.
Η σημερινή αφέλεια της Δύσης να ερμηνεύει το Ισλάμ αποκλειστικά ως «θρησκεία ειρήνης» δεν είναι νέα. Κάθε φορά που οι δυτικές κοινωνίες αντιμετώπισαν το Ισλάμ σαν οποιαδήποτε άλλη θρησκεία – σαν εσωτερική υπόθεση ατομικής πίστης – το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: σοκ, σύγκρουση, αναδίπλωση.
Το Ισλάμ δεν είναι απλώς θρησκεία· είναι πολιτισμικό σύστημα κυριαρχίας. Οι μουσουλμανικές κοινότητες που μεταναστεύουν δεν μεταφέρουν απλώς τη γλώσσα και τα έθιμά τους – πολλές φορές μεταφέρουν και την αίσθηση ότι είναι φορείς μιας ανώτερης αλήθειας, που αργά ή γρήγορα πρέπει να επικρατήσει. Και αυτή η αλήθεια δεν περιορίζεται στο τζαμί – επεκτείνεται στο σχολείο, στην πολιτική, στο δικαστήριο, στην κοινωνία.
Η Δύση, λοιπόν, πρέπει να αποφασίσει: θα συνεχίσει να ερμηνεύει το Ισλάμ με βάση τον δικό της πολιτισμικό καθρέφτη, ή θα δεχτεί πως έχει απέναντί της ένα σύστημα που δεν παίζει με τους ίδιους κανόνες; Η Ιστορία έχει ήδη δώσει την απάντηση. Το ερώτημα είναι αν εμείς θέλουμε να τη θυμόμαστε.