Ο γηραιότερος αμερικανός βετεράνος πολέμου, Λόρενς Μπρουκς, πέθανε χθες (5/1) σε ηλικία 112 ετών, όπως ανακοίνωσε το Μουσείο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου της Νέας Ορλεάνης.
Το μουσείο θα τιμά «πάντα τις αναμνήσεις που μοιράστηκε με τον Λόρενς Μπρουκς», τόνισε ο διευθυντής του μουσείου, ο Στίβεν Ουότσον, σε ανακοίνωση Τύπου που δημοσιοποίησε.
«Ήταν αγαπημένος φίλος, άνθρωπος με βαθιά πίστη και μεγάλη ευγένεια, πηγή έμπνευσης για όποιον βρισκόταν κοντά του», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι στα 112 του χρόνια, ήταν ο πιο ηλικιωμένος από τους κάπου 240.000 αμερικανούς βετεράνους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται ακόμη στη ζωή.
Γεννημένος σε χωριό της Λουιζιάνας το 1909, στο απόγειο του φυλετικού διαχωρισμού, γόνος αφροαμερικανικής οικογένειας με 15 παιδιά, ο Λόρενς Μπρουκς κατατάχτηκε στον στρατό το 1940 και έγινε μέλος του 91ου τάγματος Μηχανικού, μονάδας όπου στέλνονταν κυρίως Αφροαμερικανοί.
Υπηρέτησε στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και στις Φιλιππίνες. Ήταν μάγειρας για τους λευκούς αξιωματικούς του τάγματος, επομένως μακριά από τα μέτωπα, αλλά δυο φορές μόλις ξέφυγε από τον θάνατο: μια πρώτη όταν το μεταγωγικό με τρόφιμα στο οποίο επέβαινε ξέμεινε από καύσιμα πάνω από τον ωκεανό, μια δεύτερη όταν ιάπωνας ελεύθερος σκοπευτής έριξε νεκρό συστρατιώτη του σε απόσταση μερικών μέτρων από τον ίδιο.
Αφού αποστρατεύτηκε, το 1945, δεν επωφελήθηκε από τον «GI Bill», νόμο που επέτρεπε στους βετεράνους πολέμου να κάνουν δωρεάν πανεπιστημιακές σπουδές, καθώς οι Αφροαμερικανοί είχαν αποκλειστεί. Έγινε εργάτης σε δημόσια έργα.
Αργότερα, θα περιέγραφε τις εμπειρίες του στον πόλεμο στο μουσείο της Νέας Ορλεάνης, πόλη όπου είχε μετατραπεί σε μορφή: κάθε χρόνο, γιορτάζονταν εκεί τα γενέθλιά του, με στρατιωτικές τιμές και μουσική από συγκροτήματα τζαζ. Τα δυο τελευταία χρόνια, εξαιτίας της πανδημίας, οι τιμητικές τελετές οργανώνονταν έξω από το σπίτι του.
Σε μαρτυρίες του που καταγράφηκαν σε φιλμ, ο βετεράνος είχε αφηγηθεί πως του προκάλεσε κατάπληξη η έλλειψη οποιουδήποτε φυλετικού διαχωρισμού στην Αυστραλία, ενώ η πρακτική ήταν πανταχού παρούσα στις τάξεις του αμερικανικού στρατού, με τους μαύρους στρατιώτες να μην μπορούν να μοιραστούν την ίδια σκηνή, ούτε να γευματίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους λευκούς συστρατιώτες τους.
«Είχα πολύ καλύτερη μεταχείριση στην Αυστραλία απ’ ό,τι από τους λευκούς συμπολίτες μου», θα δήλωνε.