Την ίδια ημέρα που η Ιταλία του Πάολο Ρόσι αντιμετώπιζε τη Δυτική Γερμανία του Καρλ Χάινς, Ρουμενίγκε στις 11 Ιουλίου του 1982, στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» της Μαδρίτης, οι Rolling Stones έδιναν συναυλία στο Τορίνο, με τον Μικ Τζάγκερ να εμφανίζεται φορώντας τη φανέλα με το Νο 20 του Ρόσι, πολλαπλασιάζοντας το ροκ ντελίριο των θεατών.
Εδώ έχουμε άλλο ένα αξιοπρόσεκτο παιχνίδι μυθοποίησης-αποϊδεολογικοποίησης. Στο φανταστικό ντέρμπι της παγκόσμιας δημοφιλίας που σκηνοθέτησε ο καυτός Ιούλιος του 1982, με όλον τον κόσμο να έχει μετατραπεί σε μια τεράστια καλοκαιρινή σκηνή ποδοσφαιρικής φήμης και μουσικής αποθέωσης, ο πρωθιερέας της ροκ ιδεολογίας, Μικ Τζάγκερ, αλλάζει το σκηνικό κοστούμι του με τη φανέλα του Πάολο Ρόσι. Αντί για τα σκηνικά «άμφια» του «Sex, drugs and rock n’ roll», o ηγέτης των «πετρών που κυλάνε» εμφανίζεται με την ποδοσφαιρική φανέλα ενός ανθρώπου που ξεφεύγει από το στερεότυπο του αυτοκαταστροφικού, χαρισματικά απροσάρμοστου, προσώπου που στο τέλος καίγεται από την ίδια τη φλόγα του ταλέντου του.
Γιατί ο Πάολο Ρόσι ποτέ δεν φόρεσε τη φανέλα του ασυμβίβαστου. Ποτέ δεν ήταν «ροκ» με την έννοια που θα μπορούσαν να αναγνωσθούν σημειολογικά και να αναγνωρισθούν συμβολικά και ως «ροκ» είδωλα ο κατεστραμμένος από την κοκαΐνη Μαραντόνα ή ο πνιγμένος στο αλκοόλ Τζορτζ Μπεστ, ο επονομαζόμενος και 5ος Beetle, καθώς όταν μεσουρανούσε με τις ντρίμπλες του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Αγγλίας και με το κινηματογραφικό παράστημά του στις καρδιές των απανταχού γυναικών, λάμβανε περισσότερες ερωτικές επιστολές από όσες όλοι οι Beetles μαζί.
Έτσι, μπορεί ο Μικ Τζάγκερ να εμφανίσθηκε με τη φανέλα του Πάολο Ρόσι, ο τελευταίος, όμως, μετά το ιδιαίτερο αυτό ντέρμπι όπου μονομάχησαν τα μουσικά σολαρίσματα με τις ποδοσφαιρικές ντρίμπλες, δεν αντάλλαξε ποτέ την εμφάνιση και τις επιλογές του «ομόκλιτου», δηλαδή του ανθρώπου που ακολουθεί τις νόρμες και τον «κοινό κανόνα», με το ιδιόρρυθμο κοστούμι, τις φλογερές παρεκκλίσεις και τις βουτηγμένες στις ουσίες ταλαντούχες δημιουργικές εκφορτίσεις του «ροκ-σταρ-ειδώλου» ή του αυτό-εξοντωτικά χαρισματικού αλλά εθισμένου στον -ταυτόχρονα εξαρτημένο και εξαρτησιογόνο- εαυτό του μπαλαδόρου.
Στο Μουντιάλ του '82 ήμουν τριών χρόνων και δεν μπορώ να πω ότι τον θυμάμαι να το κατακτά ούτε να σκοράρει με «χατ τρικ» απέναντι στη θρυλική Βραζιλία των Ζίκο, Φαλκάο και Σόκρατες, για τον οποίο ο Εντουάρντο Γκαλεάνο έγραφε πως «είχε κορμί ερωδιού, ψιλόλιγνα πόδια και μικρό πέλμα και κουραζόταν εύκολα, όμως ήταν άσος στο τακουνάκι και επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια να χτυπά ακόμα και τα πέναλτι με τακουνάκι».
Η εικόνα, όμως, του Πάολο Ρόσι να πανηγυρίζει με τον Σάντρο Περτίνι, φέρνοτας μαζί με τον Πρόεδρο της λαβωμένης Ιταλικής Δημοκρατίας το Παγκόσμιο Κύπελλο στην πατρίδα, σημασιοδότησε την «πολιτιστική μετάβαση» από την «κοινωνία των ομοιωμάτων» (societa dei simulacri), στην κοινωνία της «ανθεκτικής δημοκρατίας». Γιατί, τον Μάιο του 1980, όλη η Ιταλία είχε παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση από τη RAI τη σύλληψη του Πάολο Ρόσι και άλλων διάσημων ποδοσφαιριστών για το σκάνδαλο του «Totonero» («Μαύρου ΠΡΟ-ΠΟ»), των στημένων παιχνιδιών.
Όπως, λοιπόν, ένας ποδοσφαιριστής μπορεί από το όνειδος της απόλυτης απαξίας να εκτοξεύσει τον εαυτό του και μία ολόκληρη εθνική ομάδα στην κορυφή του κόσμου, ξαναβρίσκοντας μέσα από την επίμονη προσπάθεια, τον χαμένο του, επιτυχημένο, εαυτό, έτσι και μια χώρα μπορεί να συμφιλιώσει τους εσωτερικούς της δαίμονες ξεπερνώντας τους τρομοκρατικούς γιακωβινισμούς από τη μια πλευρά και την ίδια τη σκοτεινή «πλευρά του ιδεολογικού φανταστικού» από την άλλη.