Τον θαυμασμό του για το εμβληματικό άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης εξέφρασε ο Ίλον Μασκ μέσω της πλατφόρμας «X». Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας αναδημοσίευσε μια εικόνα του διάσημου γλυπτού, συνοδεύοντάς τη με μια λιτή αλλά ουσιαστική λέξη: «Ομορφιά».

Το επιβλητικό έργο τέχνης, που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, συνεχίζει να μαγεύει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, με τον Μασκ να προστίθεται στη λίστα των θαυμαστών του.

Η Νίκη της Σαμοθράκης: Ένα αριστούργημα της Ελληνιστικής τέχνης

Η «Νίκη της Σαμοθράκης» είναι το πιο διάσημο άγαλμα της θεάς Νίκης, η οποία απεικονίζεται πάντα με φτερά – εκτός από την περίπτωση της Απτέρου Νίκης, όπου η απουσία φτερών συμβολίζει την αιώνια παρουσία της στην Αθήνα. Η θεά Νίκη ήταν κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα, σύντροφος του Δία και ηνίοχος των θεών. Μαζί με τα αδέλφια της, το Κράτος, τον Ζήλο και τη Βία, υποστήριξε τους Ολύμπιους κατά την Τιτανομαχία. Στη ρωμαϊκή εποχή, λατρευόταν ως Victoria, όρος που προέρχεται από το λατινικό ρήμα «vinco» (νικάω).

Το συγκεκριμένο άγαλμα ανακαλύφθηκε στον ιερό χώρο των Μεγάλων Θεών ή Καβείρων στη Σαμοθράκη και ανήκει στην ελληνιστική περίοδο (323 – 146 π.Χ.). Ο δημιουργός του έργου παραμένει άγνωστος, αλλά είναι βέβαιο ότι κατασκευάστηκε από παριανό μάρμαρο και φτάνει σε ύψος τα 3,28 μέτρα. Η μορφή της θεάς στηρίζεται σε μια μαρμάρινη πλώρη πλοίου, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για αφιέρωμα σε νίκη ναυμαχίας. Συγκεκριμένα, το άγαλμα ανατέθηκε από τους Ροδίους για να τιμήσουν τη νίκη τους στη ναυμαχία της Σίδης (190 π.Χ.), όπου πολέμησαν στο πλευρό του βασιλείου της Περγάμου ενάντια στον Αντίοχο Γ’ της Συρίας.

Σύμφωνα με την «Μηχανή του Χρόνου», στις 15 Απριλίου 1865, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στη Σαμοθράκη, ένας Έλληνας εργάτης αναφώνησε: «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!». Ο Γάλλος υποπρόξενος Κάρολος Σαμπουαζό, που ηγούνταν της αρχαιολογικής αποστολής, ενημέρωσε άμεσα τις γαλλικές αρχές και εξασφάλισε άδεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να μεταφερθεί το εύρημα στη Γαλλία.

Στις 11 Μαΐου 1864, το άγαλμα έφτασε στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και παρουσιάστηκε δημόσια δύο χρόνια αργότερα, χωρίς τα φτερά και το άνω τμήμα του κορμού. Ο Σαμπουαζό, ωστόσο, είχε αφήσει πίσω την πλώρη, θεωρώντας την άσχετη με το έργο. Το 1875, Αυστριακοί αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι τα κομμάτια που είχαν παραμείνει στο νησί ανήκαν όντως στη μαρμάρινη πλώρη, καθώς η απεικόνιση της Νίκης σε πλώρες πλοίων ήταν γνωστή από αρχαία νομίσματα. Το 1879, ο Σαμπουαζό κατάφερε να μεταφέρει και την πλώρη στο Λούβρο, ολοκληρώνοντας έτσι τη σύνθεση.

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1939, η «Νίκη της Σαμοθράκης» απομακρύνθηκε από το Λούβρο για λόγους ασφαλείας, μεταφερόμενη μαζί με την «Αφροδίτη της Μήλου» και τα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου στο Château de Valençay. Μέχρι το 1950, τα διάφορα μέρη της σύνθεσης, όπως τα φτερά, οι παλάμες και τα δάχτυλα, είχαν συναρμολογηθεί πλήρως και το άγαλμα εκτέθηκε ξανά στο κοινό. Ωστόσο, το κεφάλι της Νίκης δεν βρέθηκε ποτέ.

Το 2014, το Λούβρο ξεκίνησε μια εκστρατεία χρηματοδότησης μέσω ιδιωτικών δωρεών για την αποκατάσταση του γλυπτού, συγκεντρώνοντας 1.000.000 ευρώ από 6.700 δωρητές. Το συνολικό κόστος αποκατάστασης, που διήρκεσε έντεκα μήνες, ανήλθε σε 4.000.000 ευρώ. Κατά τη διαδικασία, το άγαλμα καθαρίστηκε, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε ότι έχασε την πατίνα του χρόνου, τη φυσική πλαστικότητα και τη βαρύτητα που το χαρακτήριζε.

Η «Νίκη της Σαμοθράκης» εντυπωσιάζει με τη δυναμική της στάση, το ανάλαφρο πέταγμά της και τις λεπτομερείς πτυχώσεις του ενδύματός της. Το προτεταμένο πόδι αποτυπώνει την κίνηση και την ορμή, ενώ η στάση του σώματος υποδηλώνει ότι μόλις έχει αγγίξει την πλώρη του πλοίου. Η περίπτωση του Σαμπουαζό μπορεί να θεωρηθεί τυχοδιωκτική και οικονομικά επωφελής, αν και δεν συγκρίνεται με τη λεηλασία των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν.