Η Ζωή Κωνσταντοπούλου μίλησε επί 19 λεπτά στη Βουλή, αντί για τα προβλεπόμενα 5. Όταν ο αντιπρόεδρος της Βουλής της ζήτησε να τηρήσει τον Κανονισμό, εκείνη –αντί να ολοκληρώσει– απάντησε: «Είστε οι χειρότεροι φασίστες». Δηλαδή, ακριβώς αυτό που κάνουν όσοι δεν έχουν επιχειρήματα: πετούν μια βαριά λέξη για να σκεπάσουν την ένδεια των δικών τους.
Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι γνώριμη. Είναι το παλιό, κουρασμένο καταφύγιο της αριστερής ρητορικής: όταν χάνεται η ουσία, επιστρατεύεται η κραυγή. Κι όταν δεν υπάρχει απάντηση, αρκεί μια βρισιά για να σωθεί το αφήγημα. Η λέξη «φασίστας» έχει φθαρεί από την κατάχρηση ανθρώπων που την επικαλούνται όχι για να περιγράψουν ένα καθεστώς ή μια ιδεολογία, αλλά για να μην αποδεχτούν πως απλώς… δεν έχουν δίκιο.
Η κ. Κωνσταντοπούλου γνωρίζει καλά τον Κανονισμό. Τον έχει εφαρμόσει η ίδια ως Πρόεδρος της Βουλής. Σήμερα όμως, ως αρχηγός ενός μονοπρόσωπου κόμματος, τον περιφρονεί, γιατί δεν τη βολεύει. Δεν της πήραν τον λόγο. Της υπενθύμισαν ότι δεν είναι υπεράνω των κανόνων. Και αυτό, για την ίδια, είναι «φασισμός».
Η Ζωή δεν υπερασπίστηκε τη Δημοκρατία. Την προσέβαλε. Και το έκανε με τον πιο χοντροκομμένο τρόπο: βάφτισε φασίστες εκείνους που εφαρμόζουν τον κανονισμό.