Η πολιτική ζωή σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί με την ψυχολογία του τηλεοπτικού ρινγκ. Κι όμως, αυτό το μοντέλο φαίνεται να υιοθετείται με αυξανόμενη ένταση από την αντιπολίτευση, που σπεύδει να βαφτίσει κάθε αναφορά σε δικογραφία ως «σκάνδαλο» και κάθε διοικητική πράξη ως ύποπτη συναλλαγή. Η περίπτωση του Μάκη Βορίδη στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δείχνει ακριβώς αυτό: πόσο εύκολα μπορεί ένας υπουργός να στοχοποιηθεί για μια τυπική γραφειοκρατική πράξη.

Σύμφωνα με τις ίδιες του τις δηλώσεις, η μοναδική εμπλοκή του ήταν η ένδειξη «συμφωνώ» σε μια εισήγηση για την κατανομή βοσκοτόπων, μια διοικητική διαδικασία που εφαρμόζεται κάθε χρόνο με βάση υπουργική απόφαση του 2015, δηλαδή επί προηγούμενης κυβέρνησης. Δεν υπάρχει κάποια συνομιλία, καμία εντολή, κανένα ίχνος προσωπικής εμπλοκής. Κι όμως, η υπόθεση καταλήγει στη Βουλή, με την αντιπολίτευση να αφήνει αιχμές, ζητώντας εμμέσως ή ευθέως εξεταστικές ή ακόμη και προανακριτικές.

Αυτή η ευκολία με την οποία επιχειρείται η μετατροπή της πολιτικής σε ένα διαρκές κυνήγι ποινικών ευθυνών δεν ενισχύει τη διαφάνεια. Το αντίθετο: καθιστά τη σοβαρή κοινοβουλευτική λειτουργία όμηρο εντυπώσεων και απονομιμοποιεί εκ των προτέρων κάθε πολιτικό αντίπαλο. Η υπόθεση Τριαντόπουλου, που σύρθηκε σε προανακριτική για το περίφημο «μπάζωμα» ενώ αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα παράνομο φορτίο που έπρεπε να καλύψουν τα ίχνη του είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η περίπτωση Βορίδη ίσως αποτελέσει αφορμή για να μπουν όρια. Όχι υπέρ της συγκάλυψης, αλλά υπέρ της λογικής. Η προστασία της πολιτικής από τον λαϊκισμό των πρόχειρων κατηγοριών και των αυτόματων “εισαγγελικών” αντανακλαστικών δεν είναι κομματικό αίτημα· είναι θεσμική ανάγκη.

Αν το Κοινοβούλιο συνεχίσει να χρησιμοποιείται σαν μηχανή υποψιών και όχι σαν πεδίο διαλόγου, στο τέλος δεν θα απαξιωθεί απλώς η πολιτική. Θα έχουν χάσει όλοι.