Η επιμονή και η εμμονή ορισμένων να θέλουν απάντηση σ’ ένα ρητορικό ερώτημα είναι, τουλάχιστον, αξιοπερίεργη.

Υπάρχει, άραγε, βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου που να μη θέλει το καλύτερο για τα παιδιά; Η απάντηση είναι προφανής για όλους μας: ουδείς.
Άρα, προς τι όλος αυτός ο κουρνιαχτός που έχει σηκωθεί, από την αντιπολίτευση και από δύο βουλευτές της ΝΔ, για το ν/σ για την συνεπιμέλεια;

Ερωτήματα
Γιατί κάποιοι βουλευτές θεωρούν πως είναι πιο ευαίσθητοι από τους συναδέλφους τους στο θέμα της συνεπιμέλειας;
Γιατί εκτοξεύονται ανυπόστατες κατηγορίες περί “μεγάλων συμφερόντων”, τα οποία δήθεν κρύβονται πίσω από το επίμαχο ν/σ;
Γιατί οι βουλευτές της συμπολίτευσης που διαφωνούν (βλ. Γιαννάκου-Κεφαλογιάννη) κατέθεσαν στο παραπέντε 10(!) τροπολογίες σε 10 άρθρα;
Γιατί διαμαρτύρονται, όταν είναι γνωστό ότι οι διατάξεις του νόμου ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού;

Ζητούνται απαντήσεις
Συμφωνούν ή διαφωνούν (οι όψιμοι “διαφωνούντες”) με τη νομοτεχνική βελτίωση που επέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνης και ορίζεται ότι αν τη γονική μέριμνα ασκούν και οι δύο γονείς, χωρίς να έχουν την ίδια κατοικία, ο ανήλικος έχει κατοικία, την κατοικία του γονέα με τον οποίο διαμένει;
Συμφωνούν ή διαφωνούν (οι όψιμοι “διαφωνούντες”) με τη διασφάλιση της παρουσίας και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, μέσω της ενεργούς παρουσίας τους και μετά το διαζύγιο των γονιών του;
Συμφωνούν ή διαφωνούν (οι όψιμοι “διαφωνούντες”) με τη διάταξη που προβλέπει εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης των διαφορών, αρχικά από τους ίδιους τους γονείς συναινετικά, δεύτερο βήμα, σε περίπτωση που δεν καταλήξουν σε συμφωνία, προβλέπεται η προσφυγή σε εξειδικευμένο διαμεσολαβητή και τρίτο βήμα και έσχατη λύση αν δεν επιτευχθούν τα δύο πρώτα, προβλέπεται η προσφυγή στο δικαστήριο;
Τέλος, συμφωνούν η διαφωνούν (οι όψιμοι “διαφωνούντες”) με τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου;

Στο παραπέντε
Η Όλγα Κεφαλογιάννη (μάλλον λόγω απειρίας) δεν αντιλαμβάνεται ότι (μετά από σχεδόν 20 μήνες που συζητείται στη δημόσια σφαίρα το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας) με το να βάζει στο παραπέντε ανάκατες ενστάσεις και παρατηρήσεις ρίχνει αφενός νερό στο μύλο του ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου δεν βοηθάει στο να αλλάξει, προς το καλύτερο, το Οικογενειακό Δίκαιο του 1983.
Η έμπειρη, όμως, Μαριέττα Γιαννάκου από την άλλη είναι δυνατόν να αφήνει υπαινιγμούς για την δράση των συλλόγων που υποστηρίζουν την συνεπιμέλεια και στηρίζουν το νομοσχέδιο;

Συμπερασματικά, καλή και χρήσιμη για την υγεία της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλίου η καλόπιστη και εποικοδομητική κριτική, αλλά είναι άλλο πράγμα αυτό κι άλλο κάποιοι να διεκδικούν για τον εαυτό τους το “αλάθητο του Πάπα”. Και σίγουρα αυτό δεν αφορά τον Κώστα Τσιάρα, που αυθαιρέτως κάποιοι τον κατηγορούν ότι φιλοδοξεί να “αποκτήσει” το προνόμιο του “αλάθητου” που έχει ο ποντίφικας.
Α.Π