Η συζήτηση για την πρόταση εξαγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον όμιλο Euronext έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι που συχνά χάνεται μέσα στον πολιτικό θόρυβο: η ελληνική οικονομία έχει αλλάξει επίπεδο.
Η επιστροφή της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, η αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, η διαρκής μείωση της ανεργίας και οι επιτυχίες σε τομείς όπως οι εξαγωγές και ο τουρισμός δεν είναι συμπτώσεις. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών.
Η Euronext, ο μεγαλύτερος φορέας χρηματιστηριακών αγορών στην Ευρώπη, βλέπει στην Ελλάδα μια ευκαιρία και μια προοπτική. Δεν προχωρά στην εξαγορά για λόγους εντυπώσεων. Το κάνει γιατί αναγνωρίζει την αξία και το δυναμικό της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και το σταθερό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί. Γιατί σήμερα η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωπαϊκής κανονικότητας, όχι απλώς θεσμικά, αλλά και ουσιαστικά.
Η κυβέρνηση στήριξε τη συμφωνία χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ξέρει ότι τέτοιες κινήσεις δεν φέρνουν χειροκροτήματα από όλους. Κυρίως από όσους έχουν επενδύσει πολιτικά στην εικόνα μιας διαρκώς «υποβαθμισμένης» Ελλάδας, που δεν προσελκύει επενδύσεις, που διώχνει τους νέους, που βυθίζεται σε κρίσεις. Όμως η πραγματικότητα διαψεύδει αυτές τις αφηγήσεις.
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι τα προβλήματα εξαφανίστηκαν. Όμως η εικόνα μιας χώρας που οργανώνεται, μεταρρυθμίζεται, ψηφιοποιείται και επιταχύνει δεν μπορεί να αγνοείται. Η πρόταση εξαγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι ένα ακόμη σημάδι, όχι μεμονωμένο, αλλά ενταγμένο σε μια συνολική πορεία.
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε μια τροχιά που δεν καθορίζεται από φόβο και εσωστρέφεια, αλλά από αξιοπιστία και προοπτική. Και αυτό είναι κάτι που ούτε αγνοείται, ούτε ανατρέπεται εύκολα από ανέξοδη κριτική.