Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εκδήλωση τιμής του «Δικτύου» για τον Κώστα Σημίτη ασφαλώς δεν ξένισε όσους γνωρίζουν τον πρωθυπουργό και κυρίως τον τρόπο σκέψης του.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Είναι γνωστό τοις πάσι άλλωστε ότι από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της Νέας Δημοκρατίας έθεσε ως στόχο του τη στροφή προς το Κέντρο, ώστε να μετατρέψει τη γαλάζια παράταξη σε ένα σύγχρονο, πολυσυλλεκτικό, φιλελεύθερο και κεντροδεξιό κόμμα. Οπως και ότι από το καλοκαίρι του 2019 δικαιώθηκε και δικαιώνεται πανηγυρικά για την τακτική του στις κάλπες, εξασφαλίζοντας τη στήριξη της πλειονότητας των πολιτών, ανεξαρτήτως μάλιστα της πολιτικής (αυτο)τοποθέτησής τους.
Αντίπαλον δέος αυτήν τη στιγμή αδυνατεί να προβάλλει άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ. Να συσπειρώσει δηλαδή γύρω του τις δυνάμεις του Κέντρου, κάνοντας τη δική του στροφή προς την Κεντροαριστερά, καθώς βαδίζει μάλλον σε διάλυση παρά ο Στέφανος Κασσελάκης καταφέρνει να φέρει το νέο αέρα που αρχικά ευαγγελιζόταν. Ενώ, από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης, που κλείνουν το μάτι προς την πλευρά της Κουμουνδούρου, επίσης αδυνατούν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι εκπροσωπούν το Κέντρο και την Κεντροαριστερά. Τις προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις, όπως έκανε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της επόμενης ο κ. Σημίτης.
Με την παρουσία του άλλωστε στην τιμητική εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό, ο κ. Μητσοτάκης έσπασε τον άγραφο κανόνα που ίσχυε στην ελληνική πολιτική σκηνή ότι εν ενεργεία πρωθυπουργοί δεν πηγαίνουν σε τιμητικές εκδηλώσεις για προκατόχους τους που προέρχονται από άλλο κόμμα. Πολύ περισσότερο όταν δέχθηκε γι’ αυτό –μεμονωμένα, έστω, και άσφαιρα τελικώς– πυρά από μερίδα υπερσυντηρητικών στελεχών και (κυρίως) οπαδών της Νέας Δημοκρατίας γι’ αυτήν του την κίνηση – άλλωστε, πριν από την επίσκεψή του στον «Ελληνικό Κόσμο» ο πρωθυπουργός βρέθηκε και στο Μέγαρο Μουσικής για να τιμήσει τη Μαριέττα Γιαννάκου, με την κίνησή του να προσδίδει εξίσου ισχυρούς συμβολισμούς και να στέλνει μηνύματα ενότητας στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και σεβασμού της ιστορίας της.
Διπλή επιβεβαίωση
Να σημειωθεί άλλωστε ότι η παρουσία στην τιμητική για τον κ. Σημίτη εκδήλωση κυβερνητικών στελεχών που ουδέποτε έχουν κρύψει ότι προέρχονται από τον χώρο του μεταρρυθμιστικού Κέντρου, αλλά έχουν κριθεί από τον κ. Μητσοτάκη ότι μπορούν «να κάνουν τη δουλειά» κατά τη γνωστή έκφραση επιβεβαιώνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης να πολιτεύεται και να κυβερνήσει βασίζεται στο ποιος μπορεί «να κάνει τη δουλειά». Και, δεύτερον, ότι οι πολίτες επιβραβεύουν τον τρόπο αυτόν, δικαιώνοντας την επιλογή του πρωθυπουργού, ο οποίος από την πλευρά του παρουσιάζει συνέπεια λόγων και έργων.
Προσωπική σφραγίδα Μητσοτάκη
Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στο Κέντρο, όπως προκύπτει και από τις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, διόλου τυχαία είναι και αντιθέτως φέρει την προσωπική σφραγίδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος με μαεστρία συνθέτει και ενώνει τάσεις που υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες εποχές θα έμοιαζαν αντίρροπες. Συνδυάζει δηλαδή την παραδοσιακή δεξιά με το μεταρρυθμιστικό κέντρο, με τη δική του φιλοσοφία να κλίνει περισσότερο προς το δεύτερο, αλλά να μη λησμονεί τις ρίζες της Νέας Δημοκρατίας και την ανάγκη αυτής της σύνθεσης για μια επιτυχημένη διακυβέρνηση.
Η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση, αυτή της Alco για τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, επιβεβαιώνει και στα ποσοτικά και στα ποιοτικά στοιχεία την αποδοχή των χειρισμών του κ. Μητσοτάκη από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, καθώς στη μεν πρόθεση ψήφου η Νέα Δημοκρατία αυξάνει τα ποσοστά της και ανοίγει την «ψαλίδα» από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, στη δε καταλληλότητα για την πρωθυπουργία ο κ. Μητσοτάκης αντιμάχεται τον... «κανέναν», αφού τα ποσοστά Κασσελάκη και Ανδρουλάκη είναι εξαιρετικά χαμηλά.
Με άλλα λόγια, η αιτία που η αντιπολίτευση παραμένει αδύναμη και σε επίπεδο κομμάτων και σε επίπεδο προσώπων έχει... ονοματεπώνυμο: Κυριάκος Μητσοτάκης. Πέρα δε από τα ονοματεπώνυμα, αποτυπώνεται στην κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στον χώρο του Κέντρου και την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών και γενικότερα των διχασμών του παρελθόντος ή της τοξικότητας. Στην οποία, δυστυχώς, επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις που αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν το ράπισμα που δέχθηκαν από τους ψηφοφόρους γι’ αυτήν ακριβώς την εμμονή τους σε ξεπερασμένες λογικές και τακτικές.