Πέρασαν δύο χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα που η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Δύο χρόνια μετά κι ακόμη δεν ξέρω πόσοι καταλάβαμε ότι δεν φερθήκαμε καλά στις λέξεις, τις πολυφορέσαμε, τις στρεβλώσαμε, λέγαμε πρόβλημα κι εννοούσαμε μια παρανυχίδα, γράφαμε σοκ και δείχναμε ένα σπασμένο κλαδί, βλέπαμε μια αψιμαχία και σκίζαμε τα ρούχα μας από αγανάκτηση. Μέχρι που ξυπνήσαμε ένα πρωί και προσπαθούμε με τις ίδιες μισότριβες λέξεις να συνεννοηθούμε, να περιγράψουμε έναν ακόμη πόλεμο, τα συντρίμμια, τις σειρήνες, τα καταφύγια, τους νεκρούς, τους τυράννους, τις χούντες…
Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι ύστερα από τρεις δεκαετίες θα ξανάβλεπα, από την τηλεόραση αυτήν τη φορά, ανθρώπους να συρρέουν στα υπόγεια καταφύγια, πολυκατοικίες να χάσκουν βομβαρδισμένες, ξεκοιλιασμένα σπίτια που έχασαν τον μπροστινό τοίχο και βγήκε σε κοινή θέα η κούνια του μωρού, το ψυγείο και ένα πάπλωμα γαντζωμένο στο σίδερο που έκρυβε η κολόνα κάτω από το τσιμέντο, καραβάνια νέας προσφυγιάς, μαρτυρίες ανθρώπων ότι ακόμη έχουν ρεύμα και ίντερνετ, νερό και λίγα τρόφιμα, αλλά κανείς δεν ξέρει για πόσο – ίσως τώρα να έχουν τελειώσει κι αυτά και να κάθονται στα μάρμαρα του μετρό με τη γάτα αγκαλιά…
Αυτές ήταν σκέψεις των πρώτων ημερών, δυο χρόνια μετά ξεμάκρυνε το Κίεβο, η Μαριούπολη, η Οδησσός, χορτάριασαν τα μνήματα, ανοίγουν νέα, θα περάσει η μέρα με τηλεοπτικά οδοιπορικά ντυμένα με λέξεις που πέφτουν άψυχες μόλις περάσουν τα δόντια του εκφωνητή. Ακόμη περιμένω να καταδικάσουμε με μια φωνή, χωρίς «ναι, αλλά και η Αμερική», τη σημερινή βαρβαρότητα της Ρωσίας – καλά είναι τα προφίλ μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διπλωμένα με σημαίες και αθώες περιστερές, ακόμη καλύτερα όμως είναι να συνειδητοποιήσουμε γιατί ξημέρωσε τόσο πηχτό σκοτάδι σε αυτόν τον κόσμο τον μικρό τον μέγα…
Μια καλημέρα που έχω καρφωμένη στα δάχτυλά μου, δεν ξέρω αν χωράει σήμερα εδώ.