Η αιφνίδια ματαίωση της προγραμματισμένης συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν ήταν μια «τυχαία διπλωματική εμπλοκή». Ηταν πράξη υπολογισμένη, μια ξεκάθαρη διπλωματική «μπαμπεσιά» διεθνούς υπόστασης!

Μια υπενθύμιση ότι η Άγκυρα διατηρεί το προνόμιο να επιλέγει τον χρόνο και τη μορφή της όποιας προσέγγισης!

Η ακύρωση, τελικά, είναι συνέπεια ενός μοτίβου: Ο Ερντογάν επιχειρεί να έχει το πάνω χέρι, να μετρά τις διαθέσεις της Ελλάδας και να εμφανίζεται ως ο παράγοντας που επιβάλλει τους όρους του διαλόγου, όχι ως ευμενής συνομιλητής.

Η Ελλάδα, δίχως να βρίσκεται σε θέση ευτέλειας, αντιμετωπίζει ένα μοτίβο που δεν είναι νέο. Η Τουρκία έχει συχνά επιδείξει ακραίες ρευστοποιήσεις στις υποσχέσεις και στις συζητήσεις της. Δεν πρόκειται για παραδρομή αλλά για τακτική!

Αναλυτές στο Brookings, στο πλαίσιο του «Turkey Project», επισημαίνουν πως η ένταση μεταξύ της Τουρκίας και των δυτικών συμμάχων είναι εν πολλοίς προϊόν του αυξημένου συγκεντρωτισμού εξουσίας που προκαλεί αντιφάσεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Επιπλέον, σε μελέτη του Brookings με τίτλο «The rise and fall of liberal democracy in Turkey», υπογραμμίζεται η σταδιακή συρρίκνωση των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών υπό την κυριαρχία του Ερντογάν.

Από την πλευρά της Carnegie, η ανάλυση των τουρκικών επεμβάσεων στη Συρία λειτουργεί ως «σχολείο» για την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας: «Η δύναμη του όπλου» –σε συνδυασμό με διπλωματικά παιγνίδια και πίεση– έχει ενισχύσει τη στρατηγική της επιβολής κινήσεων σε περιφερειακό επίπεδο.

Στο ίδιο πνεύμα, το Chatham House σημειώνει ότι η όποια «χαλάρωση» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη ή σταθερή! Αντίθετα, πρέπει να θεωρείται φορέας ευκαιριών αλλά και ρηγμάτων. Μάλιστα, σε σχετικό άρθρο υπογραμμίζεται πως «η απρόσκοπτη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας θα έχει ουσιαστική σημασία για την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο», μόνο εάν συνοδεύεται από όρους εμπιστοσύνης και όχι από μονομερή εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Αυτό που καθιστά την ενέργεια της Άγκυρας ιδιαιτέρως υπολογισμένη είναι ότι σε διεθνές επίπεδο μπορεί να παρουσιαστεί ως «ευέλικτος συνομιλητής», την ίδια στιγμή που θέλει να διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να επιβάλλει, όποτε θέλει, τη «μέτρηση δυνάμεων»!

Με τη ματαίωση της συνάντησης ο Ερντογάν στέλνει ένα μήνυμα. Η «ηρεμία» δεν είναι απαραίτητα επιλογή της Ελλάδας, είναι εργαλείο της Τουρκίας! Ενώ η Άγκυρα μπορεί να προωθεί στο διεθνές κοινό μια εικόνα διαλλακτικότητας, στην πραγματικότητα η ένταση διατηρείται στο παρασκήνιο: παραβιάσεις στο Αιγαίο, προκλήσεις για την υφαλοκρηπίδα και γκρίζες ζώνες λειτουργούν ως διαπραγματευτικοί μοχλοί.

Αυτή η διπλή γραμμή, «δημόσια ήρεμη, υπόρρητα πιεστική», αντανακλά τη νεοοθωμανική λογική της τουρκικής διπλωματίας: να παρουσιάζεται ως υπεύθυνος συνομιλητής, αλλά να επιδιώκει να κρατά τον έλεγχο του παιχνιδιού!
Εάν η Ελλάδα δεν απαντήσει γρήγορα και πειστικά, το αφήγημα της «ηρεμίας» μπορεί να ανατραπεί αστραπιαία σε «κρίση», ακριβώς όταν η Τουρκία το θελήσει!

Η Αθήνα πρέπει να αναρωτηθεί: Για ποιο σενάριο να προετοιμάζεται; Για «ταραγμένα νερά» ή για «ελεγχόμενη ένταση»; Η Τουρκία ενδεχομένως να προτιμά το δεύτερο, δηλαδή μια μορφή πίεσης που δεν κλιμακώνεται αυτόματα σε ανοιχτή σύγκρουση, αλλά λειτουργεί ως συνεχής υπενθύμιση της ισχύος της.

Αν η Ελλάδα περιοριστεί σε διαμαρτυρίες και διπλωματικά υπομνήματα, τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα επαναληφθεί το μοτίβο: υποσχέσεις για διάλογο που δεν τηρούνται, αφηγήματα περί «ηρεμίας» που καταρρέουν όταν η Τουρκία έχει ανάγκη να ανατρέψει τους άξονες.

Αντίθετα, εάν η Αθήνα ενισχύσει τις διεθνείς συμμαχίες της, προσδιορίσει με σαφήνεια τις «κόκκινες γραμμές» της και εκμεταλλευθεί διεθνώς τη στάση της Άγκυρας ως απόδειξη ασυνέπειας, μπορεί να αντιστρέψει το παιχνίδι κι από παθητικός δέκτης να μετατραπεί σε παράγοντα πρωτοβουλίας.

Η διεθνής σκηνή δεν είναι ουδέτερη. Ήδη, ΗΠΑ, Ευρώπη, διεθνή think tanks και ΜΜΕ έχουν αναγάγει την Τουρκία σε «παραδοξότητα» της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής. Ενα κράτος με μέση δύναμη, αυταρχικά χαρακτηριστικά, που αμφισβητεί το «φιλελεύθερο δυτικό μοντέλο».

Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να το αναδείξει αυτό. Ο Ερντογάν δεν είναι απλά «δύσκολος συνομιλητής». Είναι ένας αυταρχικός ηγεμονίσκος, που επιδιώκει να ελέγχει το πεδίο. Και όποιος του δώσει αυτό το πεδίο, έστω και σιωπηρά, δέχεται να διαπραγματευθεί υπό το καθεστώς «κανόνων» που θέτει ο ίδιος!

Η Ελλάδα, λοιπόν, πρέπει να απαντήσει με συνέπεια. Οχι μόνο να διατυπώσει απαιτήσεις σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και να στηριχθεί σε «σύμμαχες» δηλώσεις, αλλά και να εφαρμόσει πρακτικά μέσα: ενίσχυση της αποτροπής, διπλωματική πίεση, νομικές προσφυγές και ενεργή διεθνή προβολή των παραβιάσεων.

Συμπερασματικά, η ματαίωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη δεν είναι απλώς μια «στρατηγική αναβολή». Είναι μήνυμα. Ο Ερντογάν επέλεξε τη στιγμή να ενεργήσει.

Η Ελλάδα, για να μην υποκύψει σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αποκαταστήσει την ισορροπία. Να μη θεωρεί τον διάλογο δεδομένο. Να μην επιτρέπει «μαξιμαλισμούς» της τουρκικής διπλωματίας να περάσουν ατιμώρητοι. Και, πάνω απ’ όλα, να υπερασπιστεί το δίκαιο και την κυριαρχία της, χωρίς να υποκύπτει στη «λογική της καλής διάθεσης», που συχνά λειτουργεί ως δώρο για τον αντίπαλο.

Αυτή η Ελλάδα, που κινείται ανάμεσα σε «ήρεμα νερά» και «περιστασιακές εντάσεις», οφείλει να δείξει ότι δεν φοβάται και δεν θα επιτρέψει καμία «μπαμπεσιά» να της υπονομεύσει το δίκιο!