Πενήντα ένα χρόνια κατοχής, οδύνης, εκβιασμών και κατάφωρης παραβίασης κάθε κανόνα του Διεθνούς Δικαίου. Αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνει η Κύπρος τα τελευταία 51 χρόνια, καθώς χθες, 20 Ιουλίου, ήταν η επέτειος της τουρκικής εισβολής στο νησί και του πρώτου «Αττίλα», με τη δεύτερη επίθεση των τουρκικών δυνάμεων ν’ ακολουθεί τον Αύγουστο του 1974 και να διαιρεί την Κύπρο.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Όλα αυτά τα χρόνια, η Άγκυρα δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδέα να επιδιώξει την de facto νομιμοποίηση της κατοχής στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, το οποίο ούτως ή άλλως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχει ανακηρύξει στο λεγόμενο ψευδοκράτος ή, τάχα, «Βόρεια Κύπρο», όπως το ονομάζει.

«Το σύνθημα “Δεν ξεχνώ” παραμένει επίκαιρο», ανέφερε χαρακτηριστικά στην ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, προσθέτοντας με νόημα πως «τη δίκαιη λύση του Κυπριακού την απαιτούν η διεθνής νομιμότητα και ο πολιτισμός του 21ου αιώνα. Την επιβάλλει όμως και η συγκυρία, ιδιαίτερα σε μια ταραγμένη περιοχή», ζητώντας παράλληλα «να αποκτήσουν δυναμική προόδου οι διακοινοτικές συνομιλίες στον δρόμο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Έναν δρόμο που ακολουθούν με συνέπεια και σε απόλυτη συνεργασία Αθήνα και Λευκωσία».

Πρακτικά, το 1/3 του νησιού παραμένει σήμερα, 51 χρόνια μετά, υπό τουρκική κατοχή. Και όλα ξεκίνησαν στις 15 Ιουλίου 1974, με το πραξικόπημα που υποκίνησε η χούντα των Αθηνών, ανατρέποντας στην Κύπρο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Πέντε μέρες αργότερα, η Άγκυρα άδραξε την ευκαιρία και προχώρησε στην εισβολή στο νησί, με χιλιάδες αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τις πρώτες πρωινές ώρες και στη συνέχεια να καταφτάνουν τα τουρκικά μαχητικά που βομβάρδισαν τη Λευκωσία και άλλες πόλεις. Η επιχείρηση μάλιστα πραγματοποιήθηκε με την κωδική ονομασία «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές», ενώ ουσιαστική άμυνα δεν υπήρξε, λόγω του πραξικοπήματος που είχε προηγηθεί και της απόφασης των πραξικοπηματιών να ρίξουν το βάρος στον «εσωτερικό εχθρό», αφού ο Μακάριος ήταν ζωντανός και είχε διαφύγει…

Υπολογίζεται συνολικά πως τουλάχιστον 38.000 Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στο νησί από τα βόρεια παράλια, ξεκινώντας από την περιοχή Πέντε Μίλι της Κερύνειας, με την Άγκυρα μάλιστα να ισχυρίζεται ότι επρόκειτο για μια «ειρηνευτική επέμβαση» και όχι για εισβολή, θέλοντας, τάχα, να αποκαταστήσει την τάξη μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και να προστατεύσει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Η βαρβαρότητα ωστόσο την οποία επέδειξαν στις περιοχές που κατέλαβαν οι τουρκικές δυνάμεις και παραμένουν σήμερα υπό κατοχή, οι χιλιάδες νεκροί και το δράμα των αγνοουμένων και των οικογενειών τους που διαρκεί έως σήμερα είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες των πραγματικών προθέσεων της Τουρκίας. Άλλωστε, οι εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε 200.000 και οι περισσότεροι εξ αυτών παραμένουν στην ουσία πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα…

Σχεδόν έναν μήνα αργότερα από το μαύρο εκείνο πρωινό της 20ής Ιουλίου του 1974 κι ενώ στη Γενεύη διεξάγονταν διπλωματικές διαβουλεύσεις, με την ελληνοκυπριακή πλευρά να αξιώνει την εφαρμογή των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου για πρώτη φορά από το 1963 και την τουρκική πλευρά να εμμένει στη διχοτόμηση του νησιού, η Τουρκία προχώρησε στη δεύτερη φάση του σχεδίου της. Ο «Αττίλας II», η δεύτερη εισβολή, ξεκίνησε το πρωινό της 14ης Αυγούστου και στην πράξη οριστικοποίησε τη διαίρεση του νησιού όπως παραμένει έως και σήμερα.

Παρά τις προσπάθειες ακόμη και για την αναγνώριση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και υπό το πρίσμα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2003, η αδιαλλαξία της Άγκυρας είναι αυτή που αποτρέπει οποιαδήποτε εξέλιξη και λύση.

Το ψήφισμα 353/1974 των Ηνωμένων Εθνών για τον τερματισμό της κατοχής στο νησί με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων παραμένει έτσι γράμμα κενό, μολονότι πέρασαν ήδη 51 ολόκληρα χρόνια…