Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) προχώρησε στη δεύτερη μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2025, όπως προέβλεπαν σχεδόν όλοι οι αναλυτές, επιλέγοντας τη «συμβατική» μείωση κατά 25 μονάδες βάσης.
Το βασικό επιτόκιο διαμορφώνεται πλέον στο εύρος 3,75%-4%, σε μια απόφαση που επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις της αγοράς και των οικονομολόγων του Reuters.
Η απόφαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) δεν ήταν ομόφωνη, καθώς ο Στίβεν Μίραν πρότεινε μείωση κατά 50 μονάδες βάσης, ενώ ο Τζέφρι Σμίτ υποστήριξε τη διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά επίπεδα.
Τέλος στην πολιτική ποσοτικής σύσφιγξης
Παράλληλα, η Fed ανακοίνωσε τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής σύσφιγξης την 1η Δεκεμβρίου, βάζοντας τέλος σε μια πολιτική που περιόριζε τη ρευστότητα της αγοράς.
Η κεντρική τράπεζα, αντί να αφήνει κάθε μήνα να λήγουν έως και 5 δισ. δολάρια κρατικών ομολόγων χωρίς αντικατάσταση, θα ανανεώνει πλέον τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα, διατηρώντας σταθερό το χαρτοφυλάκιό της.
Η Fed θα συνεχίσει επίσης να επιτρέπει τη λήξη έως και 35 δισ. δολαρίων τίτλων που καλύπτονται από στεγαστικά δάνεια (MBS), χωρίς ωστόσο να έχει επιτύχει μέχρι σήμερα τον στόχο αυτό. Από την 1η Δεκεμβρίου, όλα τα έσοδα από τις λήξεις MBS θα επανεπενδύονται σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, ενισχύοντας έτσι τη σταθερότητα στη διαχείριση ρευστότητας.
Απόφαση χωρίς επαρκή οικονομικά δεδομένα
Η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού ήρθε σε μια περίοδο όπου η κυβερνητική αναστολή λειτουργιών (shutdown) έχει «παγώσει» τη συλλογή βασικών μακροοικονομικών στοιχείων.
Πέρα από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (CPI) της περασμένης εβδομάδας, δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα για προσλήψεις, λιανικές πωλήσεις και άλλους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας.
Στη δήλωσή της, η FOMC αναγνώρισε την αβεβαιότητα που προκαλεί η έλλειψη στοιχείων, επισημαίνοντας πως «η οικονομική δραστηριότητα επεκτείνεται με μέτριο ρυθμό», ενώ η απασχόληση έχει επιβραδυνθεί και η ανεργία παραμένει χαμηλή αλλά αυξημένη σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα.
Παράλληλα, σημείωσε ότι ο πληθωρισμός έχει κινηθεί ανοδικά από τις αρχές του έτους και παραμένει «κάπως αυξημένος».
