Η παραίτηση του Μπαϊρού και η ανάδειξη του Λεκορνί στη Γαλλία δεν είναι μια απλή αλλαγή φρουράς. Είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας που ταλανίζει όλες τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες: της απόστασης ανάμεσα σε κυβερνήσεις που ακολουθούν δημοσιονομικούς κανόνες σαν να ήταν φυσικοί νόμοι, και σε κοινωνίες που ζητούν δικαιοσύνη, σταθερότητα και προοπτική.
Αν κάτι απέδειξε η τελευταία πολιτική αναταραχή στο Παρίσι, είναι ότι η Ευρώπη συνεχίζει να κινείται σε δύο παράλληλους κόσμους. Από τη μια, οι τεχνοκράτες μιλούν για ανταγωνιστικότητα, ελλείμματα, πειθαρχία. Από την άλλη, οι πολίτες βλέπουν εισοδήματα να συρρικνώνονται, ανισότητες να βαθαίνουν, κοινωνικά αγαθά να αποδομούνται. Το κενό ανάμεσα στα δύο γίνεται γκρεμός.
Δεν αρκεί να αλλάζουν τα πρόσωπα στην εξουσία. Όταν η πολιτική μένει ίδια, η κοινωνία αισθάνεται πως παίζει σε θέατρο σκιών: άλλος πρωθυπουργός, ίδιο σενάριο. Αυτή η αίσθηση αδιεξόδου τροφοδοτεί τη δυσπιστία και τελικά ανοίγει χώρο στις πιο ακραίες φωνές.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως εφαρμόζεται, έχει καταντήσει μια αλυσίδα που περιορίζει τις επιλογές. Δεν μπορείς να υπόσχεσαι κοινωνική συνοχή όταν οι κανόνες σε υποχρεώνουν να κόβεις διαρκώς δαπάνες. Δεν μπορείς να μιλάς για ανάπτυξη, όταν η ίδια η ανάπτυξη στραγγαλίζεται από το φόβο του ελλείμματος.
Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο αφήγημα. Όχι την κουρασμένη ρητορική της «πειθαρχίας», αλλά μια πολιτική που θα συνδέει την οικονομική σταθερότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη. Χωρίς αυτόν τον συνδυασμό, η ήπειρος δεν θα βρει ποτέ πραγματική ισορροπία.
Η υπόθεση της Γαλλίας δεν είναι «γαλλική». Είναι κοινό μας πρόβλημα. Γιατί το χάσμα ανάμεσα σε κανόνες και κοινωνία δεν μεγαλώνει μόνο στο Παρίσι· μεγαλώνει παντού. Και αν η Ευρώπη δεν βρει τον τρόπο να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, τότε η πολιτική σταθερότητα θα παραμένει πάντα εύθραυστη, έτοιμη να σπάσει με το παραμικρό.
