Στην Ελλάδα, όπου η πολιτική έχει γίνει σπορ του παραλόγου, η λέξη «προδοσία» χρησιμοποιείται πια όπως η ρίγανη: παντού και χωρίς φειδώ. Τριάντα δύο βουλευτές, συνοδευόμενοι από ένα θεαματικό μωσαϊκό κομμάτων – από ψεκασμένους μέχρι επαγγελματίες λυπημένους – αποφάσισαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο εχθρός του έθνους. Όχι γιατί έχουν κάποιο στοιχείο, αλλά γιατί είδαν φως στις κάμερες και μπήκαν.

Η κατηγορία για «εσχάτη προδοσία» δεν βασίζεται σε κανένα νομικό δεδομένο. Είναι ένα πολιτικό σκηνικό που στήθηκε με υλικά
τηλεθεάσεως και hashtag. Γιατί να μιλήσουμε σοβαρά για τις ευθύνες του κράτους στα Τέμπη, όταν μπορούμε να ουρλιάζουμε «προδότη» και να μετράμε likes; Η Δικαιοσύνη κουράζει. Ο λαϊκισμός είναι πιο γρήγορος και πιο θεαματικός.

Εν τω μεταξύ, αυτός που κατηγορείται για «προδοσία» είναι ο μόνος που έκανε τη δουλειά του. Όταν στον Έβρο έσπαγε η Ευρώπη, εκείνος έκλεινε τα σύνορα. Όταν η Τουρκία προκαλούσε, υπέγραφε στρατηγικές συμφωνίες και εξόπλιζε με στρατηγικά όπλα την πατρίδα. Όταν όλη η ήπειρος πάγωνε ενεργειακά, η Ελλάδα γινόταν κόμβος. Προφανώς, όλα αυτά δεν είναι αρκετά για κάποιους. Θα προτιμούσαν, ίσως, έναν πρωθυπουργό να μοιράζει φέιγ βολάν και να μιλάει για παγκόσμια τάξη και «παράνομα φορτία».

Από τη μια έχουμε ανθρώπους που μιλούν για τη Δημοκρατία αλλά δεν έχουν διαβάσει ποτέ το Σύνταγμα. Από την άλλη, έναν πρωθυπουργό που κυβερνά, αντί να παριστάνει τον τιμητή της Ιστορίας σε δελτία Τύπου.

Η τραγωδία των Τεμπών ήταν σοβαρή υπόθεση. Αλλά δεν άξιζε αυτή τη γελοιοποίηση.
Και τελικά, δεν κατηγορούν τον Μητσοτάκη για κάτι που έκανε. Τον κατηγορούν γιατί τους αφήνει εκτός πλάνου. Γιατί εκείνος παίζει στο γήπεδο της πραγματικότητας, ενώ αυτοί έχουν μείνει κολλημένοι σε θεατρικά μονόπρακτα για τα δελτία των οκτώ.

Η προδοσία, τελικά, δεν είναι δική του. Είναι αυτών που προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας.