Αν μη τι άλλο, έχει αποδείξει ότι δεν φοβάται να λάβει αποφάσεις. Επίσης, δεν υπολογίζει και τόσο πολύ το κόστος, δεδομένου ότι δεν προσδοκά σε επανεκλογή, καθώς βρίσκεται στο μέσον της δεύτερης και τελευταίας –βάσει του συντάγματος– θητείας του. Κι έτσι αποφάσισε, δίνοντας τα κλειδιά της πρωθυπουργίας στον σοβαρό και μετριοπαθή, αλλά προερχόμενο από τη Δεξιά, Μισέλ Μπαρνιέ, που με τη σειρά του όρισε υπουργό Γεωργίας την αντιπρόεδρο των γκολικών Les Républicains, Ανί Ζενεβάρ. Επίσης, στο υπουργείο Εσωτερικών ορίστηκε υπουργός ο συντηρητικός επικεφαλής της δεξιάς στη Γερουσία, Μπρινό Ρεταγιό, για τον οποίο ο αντιπρόεδρος των Les Républicains, Ζιλιέν Ομπέρτ, δήλωσε εμφατικά ότι «θα ενσαρκώσει την επιστροφή στην εξουσία». Πάλι καλά που υπάρχει αυτή η φιλοδοξία μπας και μαζευτεί η κατάσταση!

Φυσικά, τα παραπάνω ενέχουν πλέον στοιχεία «τακτικής» συμμαχίας Κέντρου και Κεντροδεξιάς/Δεξιάς. Ολοι στο τέλος φτάνουν εκεί: το μεγαλύτερο ανάχωμα στην Ακροδεξιά είναι η Κεντροδεξιά, συντηρητική ή φιλελεύθερη ή και τα δύο μαζί. Η παρουσία της άκρας αριστεράς και η εμπρηστική ρητορική της, δρα πάντα «προβοκατόρικα» και ενισχύει την Ακροδεξιά. «Ολοι όσοι περιπλέκουν το έργο του Μπαρνιέ θα κριθούν αυστηρά από την κοινή γνώμη, αφού δεν υπάρχει άλλη λύση», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός του Ζακ Σιράκ και πρώην γερουσιαστής, Ζαν-Πιερ Ραφαρέν. Η προειδοποίηση εδώ είναι ξεκάθαρη.

Από την πλευρά τους οι σοσιαλιστές, διά του γραμματέα τους Ολιβιέ Φορ, μίλησαν για «μια αντιδραστική κυβέρνηση με τη μορφή ενός βραχίονα τιμής για τη δημοκρατία». Αφαιρέστε το «κλισέ» επίθετο και είστε μέσα.

Ξεκάθαρη στόχευση

Μερικοί-μερικοί κόντεψαν να πάθουν αποπληξία όταν κοινοποιήθηκε η απόφαση του τακτικιστή Εμανουέλ Μακρόν. Αλλά ποιος τους ρώτησε; «Με την κυβέρνηση Μπαρνιέ, ο μακρονισμός επιβεβαιώνει τη στροφή του προς τα δεξιά», γράφει η γαλλική εφημερίδα «Le Monde». H δυσαρέσκεια της γαλλικής Αριστεράς για τις επιλογές του Γάλλου προέδρου είναι δεδομένη. Θεωρεί πως ο Εμανουέλ Μακρόν δεν σεβάστηκε το αποτέλεσμα της κάλπης. Λες και δεν ήξεραν όμως ποιος ήταν ο λόγος της προσφυγής στην κάλπη. Εκείνος δεν σκόπευε εξαρχής να παραδώσει τα κλειδιά σε αριστεριστές ξεχασμένους στο 1917, όπως ενδεχομένως πίστεψαν κάποιοι εξ αυτών αφελώς, αποδεικνύοντας ότι στις αυταπάτες παίρνουν –όντες εκτός πραγματικότητας διαρκώς– διαχρονικά το πρωτάθλημα. Στόχος της προκήρυξης κοινοβουλευτικών εκλογών στη Γαλλία ήταν να κερδηθεί χρόνος και να επιτραπεί στον πολιτικό κόσμο της χώρας να ανασυνταχθεί, αλλά να μπουν και αναχώματα στην άνοδο του κόμματος RN της Μαρίν Λε Πεν. Αυτό προς ώρας επετεύχθη.

Η κριτική εναντίον του Γάλλου προέδρου καλά κρατεί. Ο πρώην πρωθυπουργός και συνεργάτης του Γκαμπριέλ Ατάλ δήλωσε ότι «λυπάται για την απουσία προσωπικοτήτων από τη Ρεπουμπλικανική Αριστερά». Ηθελε κι άλλους σοσιαλιστές; Μεταξύ μας, μια στο σφυρί και μια στο πέταλο. Ο Εμανουέλ Μακρόν γνωρίζει πως ό,τι και να έκανε στην προσπάθειά του να σταματήσει την άνοδο της Ακροδεξιάς και να τη χρεώσει με μια εμβληματική ήττα, θα είχε κόστος. «Δεν τα έκανα όλα αυτά για να φτάσω εκεί», φέρεται να είπε προ καιρού για τη συμμαχία με τους γκολικούς, βάσει του ρεπορτάζ της «Le Monde», σε συνάντησή τους στον –όχι και τόσο επιτυχημένο– πρώην σοσιαλιστή πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, όταν αυτός του είπε ότι ασκεί «δεξιά πολιτική» και, ως εκ τούτου, πρέπει να συμμαχήσει μαζί τους.

Η συμμαχία διαρκείας με στοιχεία της Κεντροδεξιάς αποτελεί πλέον τη μόνη λύση. Αλλιώς, σε αυτήν τη φάση, παραμονεύει ο Ζαν Λικ Μελανσόν που εκπέμπει ιδεολογικοπολιτικό εξτρεμισμό άλλων εποχών και με την ακραία ρητορική του φοβίζει τον κόσμο και «θρέφει» το άλλο άκρο. Το μεγάλο διακύβευμα είναι να κρατηθούν γενικότερα οι ριζοσπάστες, δεξιοί και αριστεροί, μακριά από την εξουσία, ώστε να μην τα κάνουν λίμπα, γυρίζοντας τη Γαλλία στην εποχή του χαλκού. Ως εδώ καλά –προς ώρας πάντα– στο θεωρητικό πεδίο.

Διπλή αποψίλωση

Αν ο Εμανουέλ Μακρόν δεν «αποψίλωνε» εκλογικά τους γκολικούς Républicains, όπως έκανε και με τους σοσιαλιστές, δεν θα εκλεγόταν δύο φορές πρόεδρος, ενώ η Μαρίν Λε Πεν θα τα είχε βρει σαφώς πιο δύσκολα. Ουδείς μπορεί να τα έχει όλα. Μιας και ο λόγος για δύσκολα, για να τα δούμε λίγο. Τους Les Républicains «αποψίλωσε» με τη σειρά της και η επικεφαλής του ακροδεξιού RN, βάζοντας στην τσέπη της τον πρώην πρόεδρό τους, Ερίκ Σιοτί, και διχάζοντάς τους. Αυτό δυσκολεύει και άλλο την προσπάθεια των γκολικών να βρουν τα πατήματά τους.

Ο Εμανουέλ Μακρόν –που έχει ανοίξει μέτωπο με την Αριστερά– δεν επιτρέπεται να είναι εκ νέου υποψήφιος. Αρα, αναζητείται γενικότερα το πρόσωπο που θα κάνει τη διαφορά. Ο Φρανσουά Ολάντ μετρήθηκε μόλις στο 7% από την εταιρεία Ifop με το ερώτημα αν θα κατέβει υποψήφιος πρόεδρος με τους σοσιαλιστές (όταν κάποιος σκέφτεται ότι αυτός νίκησε τον super Νικολά Σαρκοζί είναι να τρελαίνεται), η δε Μαρίν Λε Πεν παραμονεύει στο 35% και ο Γκαμπριέλ Ατάλ, πρώην πρωθυπουργός και στενός συνεργάτης του Εμανουέλ Μακρόν, μετρήθηκε στο 22%. Το ποσοστό του είναι καλό για εκκίνηση, «δεν γράφει» καλά όμως ως προσωπικότητα στους συντηρητικούς.

Ενας πιθανός γκολικός υποψήφιος, ο Λοράν Ουκιέ, διάδοχος του Νικολά Σαρκοζί στην ηγεσία των Les Républicains (μέχρι το 2019), μετρήθηκε στις αρχές του μηνός μόλις στο 5%. Ολα αυτά δεν προμηνύουν κάτι καλό για τις προεδρικές εκλογές του 2027, αν μάλιστα συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό η διείσδυση της Μαρίν Λε Πεν στα αστικά στρώματα.

Η Κεντροδεξιά οφείλει στη γαλλική κοινωνία και στην ιστορία της να ανασυνταχθεί. Χρόνος υπάρχει. Ο Φρανσουά Ολάντ είδε τη λύση, αν και σοσιαλιστής ο ίδιος. Και πρέπει να σκεφτεί τι θα κάνει με το κόμμα του. Αυτό κι αν είναι μέγα δίλημμα. Ομως, όπως και να έχει, οι Républicains πρέπει να βρουν τον δρόμο τους και να εκφράσουν εκ νέου τους Γάλλους.