Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακουστούν και πάλι εκείνες οι φωνές που θα υποστηρίξουν ότι η εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την Euronext δεν ενδιαφέρει την πλειονότητα των πολιτών που βλέπουν την ακρίβεια να πλήττει τα εισοδήματα και την καθημερινότητα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχιστούν και τα καταστροφολογικά αφηγήματα που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα είναι στο χείλος του γκρεμού, ότι οι πολίτες πεινούν και αδυνατούν να επιβιώσουν. Άλλωστε η αντιπολίτευση τα έχει κάνει σημαία, αφού εξυπηρετούν το αφήγημά της.
Είναι όμως έτσι; Διότι η συμφωνία για εξαγορά του Χρηματιστηρίου είναι ιστορικής σημασίας και αφενός επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και την πορεία της αφετέρου δημιουργεί νέα δεδομένα ως μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στη χώρα ανοίγοντας, όπως τόνισε και ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, «μια νέα πύλη χρηματοδότησης και ανάπτυξης για τις ελληνικές επιχειρήσεις, μικρές, μεσαίες και μεγάλες εισηγμένες».
Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας πολίτης. Η ανάταξη της οικονομίας, οι επενδύσεις, η ανάπτυξη των εταιρειών φέρνουν νέες θέσεις εργασίας και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Μόλις την Τετάρτη άλλωστε ανακοινώθηκε ότι καταγράφηκε ρεκόρ 25% ως προς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η επιστροφή του μερίσματος που προκύπτει από την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία επιτρέπει τη λήψη μόνιμων μέτρων όχι μόνο για ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Οι μειώσεις φόρων και εισφορών παράγονται μέσα από την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, που επίσης επιτυγχάνονται μέσα από παρεμβάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό και ένα ακόμη στοιχείο που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, ανέβηκε κατηγορία μπαίνοντας στο κλαμπ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ο κατώτατος μισθός υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ σε 12μηνη βάση – με την ενσωμάτωση των δύο δώρων στους δώδεκα τακτικούς μισθούς. Το δε ετήσιο όφελος σε σχέση με το 2019 υπερβαίνει τα 3.300 ευρώ.
Την ίδια στιγμή τρέχουν και τα έργα υποδομής, με τα εγκαίνια του αυτοκινητόδρομου Πατρών-Πύργου να δίνουν το στίγμα των παρεμβάσεων που γίνονται με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών για τους πολίτες αλλά και τις ασφαλέστερες μετακινήσεις. Δεν είναι όμως το μόνο έργο, είναι συνολικά η ανάπτυξη στον τομέα των υποδομών που αναδεικνύει την πορεία μιας χώρας.
Έτσι, την ώρα που η καταστροφολογία μετατρέπεται σε αντιπολιτευτική πολιτική, η πραγματικότητα έρχεται να δώσει την αληθινή διάσταση και να δημιουργήσει τις συνθήκες της προοπτικής – έναν βασικό παράγοντα στον τρόπο με τον οποίο κρίνουν οι πολίτες την πορεία του κυβερνητικού έργου.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».