Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται με τη στάση των ΗΠΑ και την ανάγκη ν’ απαντήσει αποτελεσματικά η Ευρώπη στις προκλήσεις απαιτεί τις αντίστοιχες προσαρμογές και από την Ελλάδα.
Γεγονός που αντιλήφθηκαν η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο και όσα είπε τότε από το βήμα της ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζέι ντι Βανς.
Τόσο οι επαφές του πρωθυπουργού όλο αυτό το διάστημα και οι τοποθετήσεις του στις Συνόδους Κορυφής και τις άλλες συναντήσεις των Ευρωπαίων ηγετών όσο και οι συναντήσεις και επισκέψεις του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, έχουν ακριβώς αυτή την κατεύθυνση: να τονίσουν και προς τους εταίρους της Ελλάδας ότι η χώρα μας έχει πλήρως αντιληφθεί τι συμβαίνει, αλλά και πως επιδιώκει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Το πρώτο και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όσα υποστήριξε ο πρωθυπουργός και στην πρόσφατη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής για την ασφάλεια και την άμυνα. Ότι δηλαδή η Ευρώπη θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως είναι απόλυτη προτεραιότητά της η οργάνωση της δικής της αμυντικής «ομπρέλας» και γι’ αυτό ο κ. Μητσοτάκης πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τους κανόνες για τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Άλλωστε, η Ελλάδα είναι γνωστό πως εδώ και καιρό δαπανά μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της γι’ αυτόν τον σκοπό σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά κυρίως του ΝΑΤΟ, εξαιτίας των εξ ανατολών κινδύνων και γι’ αυτό το καμπανάκι που είχε ακόμη και στην προεκλογική περίοδο χτυπήσει ο Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ δεν αφορούσε τη χώρα μας.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξάλλου, αποτελούν ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο στην ανάγνωση και κατανόηση των πολιτικών εξελίξεων. Από τη μία πλευρά, είναι ξεκάθαρη η προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη με όσα εξελίσσονται στη Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή, ενώ, από την άλλη, προσπαθεί να μην κόψει και τους δεσμούς της με την Ευρώπη.
Η στρατηγική για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, παρά τις επικρίσεις ακόμη και σε εσωτερικό επίπεδο, είναι αλήθεια ότι συνέβαλε σημαντικά στην εκτόνωση της έντασης ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα το τελευταίο διάστημα, ωστόσο οι διαφορές παραμένουν. Κυρίως παραμένει η αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς και η μονόπλευρη αντίληψή της ως προς τις αξιώσεις που προβάλλει σε Αιγαίο και Κύπρο, με αποτέλεσμα η Αθήνα να κινείται προσεκτικά και να διατηρεί μεν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, αλλά την ίδια στιγμή να παραμένει εξαιρετικά επιφυλακτική ως προς τις προθέσεις και τα ανοίγματα από την Άγκυρα.
Σημαντικό ρόλο αναμένεται ασφαλώς να παίξει και η στάση της Ουάσιγκτον το επόμενο διάστημα. Προσώρας, τουλάχιστον, η διοίκηση Τραμπ δεν αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, ούτε δείχνει διάθεση να αναθεωρήσει τη στρατηγική σχέση που είχε συναφθεί εξάλλου επί των ημερών της πρώτης θητείας του Αμερικανού προέδρου και εν συνεχεία, επί διοίκησης Μπάιντεν, ενισχύθηκε.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αναγνωρίζουν τον ρόλο της Ελλάδας ως σταθεροποιητικού παράγοντα τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Τούτο αποτυπώθηκε άλλωστε και στην πρόσφατη συνάντηση του κ. Γεραπετρίτη με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάρκο Ρούμπιο.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ευρύτερες εξελίξεις υποχρεώνουν την Ελλάδα να δώσει το βάρος της στην Ευρώπη, παρά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αποχή της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη συζήτηση του ψηφίσματος των ΗΠΑ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και το οποίο υπερψηφίστηκε τελικά μεταξύ άλλων από ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα.
Με άλλα λόγια, η ανεξαρτησία της Ευρώπης και η προσπάθειά της ν’ απαντήσει με αποτελεσματικό τρόπο στην αναθεωρημένη στάση της Ουάσιγκτον απαιτεί τη συμπόρευση της ελληνικής πλευράς και αντίστοιχα η Ελλάδα πρέπει να δηλώσει παρούσα –και το κάνει– σ’ αυτήν τη νέα εποχή, σ’ αυτήν τη νέα φάση όπου η Ευρώπη τραβάει τον δικό της δρόμο.