Τρία χρόνια και τέσσερις μήνες μετά τον πόλεμο που κήρυξε η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας και την εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, το συναγόμενο συμπέρασμα είναι ότι η διπλωματία καθίσταται αποτελεσματική μόνο όταν συνδυάζεται με ισχυρή στρατιωτική δύναμη.
Δεν είναι θέμα «μιλιταρισμού», αλλά ισχύος κατά τη διαπραγμάτευση. Ως εκ τούτου, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% (3,5% συν 1,5%) για την αμυντική θωράκιση των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ καθίσταται εκ των πραγμάτων επιτακτική ανάγκη.
Οι απειλές πληθαίνουν και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ –παρά τις όποιες διαφωνίες– έχουν κοινές αξίες. Έχουν όμως και κοινούς εχθρούς. Τη Ρωσία, που αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή, χωρίς να εξαιρείται η Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, που είναι ο βασικός χρηματοδότης των ισλαμιστών τρομοκρατών. Η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει.
Το επιβεβαιώνει η «άνεση» με την οποία οι Ρώσοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν χώρες έτοιμες να προμηθεύσουν με πυρηνικές κεφαλές την ιρανική χούντα. Το γεγονός ότι υπάρχουν κυβερνήσεις (Ισπανία, Σλοβακία, Ουγγαρία) που δεν συμμερίζονται την απειλή οφείλεται σε ιδεοληψίες και εσωτερικές ισορροπίες και συμβιβασμούς.
Όμως οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν έχουν την πολυτέλεια να εξαρτώνται από «ειρηνοποιούς» Τσάμπερλεϊν.