Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με τη δήλωση του Θάνου Τζήμερου ότι «ευτυχώς που δημιουργήθηκε υπουργείο Οικογένειας με επικεφαλής μια άγαμη άτεκνη, για να αρχίσουμε να γεννάμε. Η δεύτερη φορά επαναλαμβάνεται ως φάρσα». Πέραν της προσωπικής επίθεσης σε μία ιδιαιτέρως σοβαρή και μετρημένη νέα πολιτικό, η οποία επίθεση αγγίζει τα άκρα όρια του σεξισμού, το όλο ζήτημα μου προκαλεί εντύπωση από καθαρά πολιτική άποψη.

Δηλαδή τι είδους προσόντα πρέπει να έχει κάποιος για να αναλάβει υπουργός ενός συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου; Για παράδειγμα, είναι απαραίτητο ο υπουργός Εθνικής Αμυνας να είναι στρατηγός των Ενόπλων Δυνάμεων; Να είναι δικηγόρος ή δικαστής ο υπουργός Δικαιοσύνης; Να είναι λογιστής ο υπουργός Οικονομικών; Να είναι διπλωματούχος μηχανικός ο υπουργός Υποδομών ή να είναι ενεργός ή απόμαχος συνδικαλιστής ο υπουργός Εργασίας; Αναντίρρητα, αυτές οι ερωτήσεις έχουν απαντηθεί σε παγκόσμιο πολιτικό επίπεδο εδώ και αιώνες. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπουργείων χαράσσουν και υλοποιούν το κυβερνητικό πρόγραμμα – η επαγγελματική τους ιδιότητα, αν έχουν κιόλας, λίγη σημασία έχει.

Κρίνονται και αξιολογούνται για αυτή καθαυτή την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Δηλαδή, ο υπουργός Δικαιοσύνης που θα δώσει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, δεν θα κάτσει ο ίδιος να τροποποιήσει τις διατάξεις. Ο υπουργός Υγείας, που θα εγκρίνει τον νέο κατάλογο αποζημιούμενων φαρμάκων επειδή αυτή είναι η πολιτική της κυβέρνησης, δεν θα ελέγξει τα φάρμακα ένα ένα για να διαπιστώσει τη δραστική ουσία ή την αποτελεσματικότητά τους.

Είναι προφανές ότι δεν είναι απαραίτητο ούτε προαπαιτούμενο να είναι παντρεμένη και μητέρα μια γυναίκα πολιτικός ώστε να αναλάβει το υπουργείο Οικογένειας. Αυτό που δεν είναι προφανές είναι ότι στη θεμιτή και αναμενόμενη μανία όλων να αντιπολιτευτούν τον Μητσοτάκη –είτε από τη Βουλή είτε από το σπίτι τους– ανακατεύουν στο καζάνι προσβολές, κοινωνικά στερεότυπα και αναχρονιστικές αγκυλώσεις του 1960, ενώ είμαστε στο μέσον του 2023.

Μετά τις εκλογές έχουμε… εκλογές

Και πριν καλά καλά κάτσει η σκόνη των βουλευτικών εκλογών, η Πειραιώς ετοιμάζεται ξανά για… εκλογές. Η επόμενη μεγάλη μάχη είναι η αναμέτρηση για την ανάδειξη των αιρετών αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τον ερχόμενο Οκτώβριο. Με δεδομένο ότι βάσει του νέου νόμου για τη διεξαγωγή της αναμέτρησης οι συνδυασμοί κλείνουν τέλος Αυγούστου, στη Νέα Δημοκρατία ετοιμάζουν ήδη τις λίστες με τους υποψήφιους περιφερειάρχες και δημάρχους που θα προταθούν στον πρωθυπουργό.

Σε όλα αυτά συνυπολογίζεται και το ποιος θα αναλάβει μεταβατικός πρόεδρος στην Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ), καθώς μετά την υπουργοποίηση του δημάρχου Τρικκαίων, Δημήτρη Παπαστεργίου, η θέση είναι κενή. Είναι προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία κατεβαίνει στις αυτοδιοικητικές εκλογές με ένα ευνοϊκό για αυτήν εκλογικό αποτέλεσμα, σε πανελλήνια κλίμακα και, επιπλέον, αποκλείεται να συνεργαστούν σε τοπικό επίπεδο ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, εδικά μάλιστα από τη στιγμή που «μαλλιοτραβιούνται» για το ποιος θα επικρατήσει (σε εντυπώσεις και έργο) στη νέα Βουλή.

Κάποιες αλήθειες πρέπει να λέγονται

«Είναι μια καλή κυβέρνηση», είπε ο ναύαρχος και πρώην υπουργός Ευάγγελος Αποστολάκης μιλώντας την Τρίτη στην πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΪ, συμπληρώνοντας πως «θεωρώ ότι οι καλύτερες επιλογές που μπορούν να γίνονται, γίνονται για να έχει το καλύτερο αποτέλεσμα η χώρα. Κάθε κυβέρνηση κρίνεται από το αποτέλεσμα. Εκτιμώ ότι θα πάει πολύ καλά». Σε δεύτερη ερώτηση, μάλιστα, για το αν όντως είπε ότι η κυβέρνηση είναι «καλή», ο βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε λέγοντας «βεβαίως», προσθέτοντας ότι «δεν έχω ούτε παρωπίδες ούτε κομματικές δεσμεύσεις.

Θεωρώ ότι αυτό που είναι σωστό και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση πρέπει να λέγεται». Οπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση αυτή προκάλεσε αρνητικά σχόλια πολλών συντρόφων του, κυρίως στα social media. Δεν καταλαβαίνω το λόγο βέβαια. Τόσο πολύ πειράζει η αλήθεια; Και εν πάση περιπτώσει, αν όντως πειράζουν οι αλήθειες και η ειλικρινής άποψη του ναυάρχου Αποστολάκη, γιατί ο Τσίπρας τον έκανε βουλευτή Επικρατείας του κόμματος;

Κι όμως δεν έχουν ιδέα

Επειδή ακούω ανίδεους να «αναλύουν» τη δήθεν αποτυχία των ρυθμίσεων της ΝΔ για τον αποκλεισμό του Κασιδιάρη και της ΧΑ από τις εκλογές, η μόνη αλήθεια είναι ότι οι ρυθμίσεις πέτυχαν σε απόλυτο βαθμό και στο πεδίο του αποκλεισμού του Κασιδιάρη και της ΧΑ από τη συμμετοχή στις εκλογές και στο πεδίο του ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Το ότι στη Βουλή εισήλθε ένα κόμμα που, αφού έλαβε το ΟΚ του Αρείου Πάγου, συνεργάστηκε στενά με τον Κασιδιάρη, είναι κάτι που καμία ρύθμιση δεν μπορούσε να αποτρέψει. Διότι μια ρύθμιση που θα απέκλειε κόμματα με υπόνοιες, κουτσομπολιά και μαντεψιές θα ήταν δημοκρατικώς ανεπίτρεπτη και σφόδρα αντισυνταγματική.

Αντε πάλι το «σύστημα»

Οπου πετύχω παρουσία ακαδημαϊκών ανδρών στα ΜΜΕ, πάντοτε αφιερώνω την προσήκουσα προσοχή για να ακούσω τα σοφά λεγόμενά τους, καθότι φέρουν ειδικό βάρος. Το αυτό συνέβη και με την τελευταία παρουσία του καθηγητού Ιωάννου Μυλόπουλου στο ΟΝΕ. Ο γνωστός καθηγητής δήλωσε –με τον απαραίτητο για την περίπτωση στόμφο– ότι «οι ιδέες δεν ηττώνται και όσο και να προσπαθεί το σύστημα να αποχωρήσει ο Τσίπρας, αυτό δεν θα γίνει». Δύο παρατηρήσεις. Κατά πρώτον, οι ιδέες ηττώνται και μάλιστα όταν ηττηθούν αυτό που μένει είναι η ιδεοληψία. Κατά δεύτερον, ποιο είναι το «σύστημα που θέλει να φύγει ο Τσίπρας»; Το αντίθετο συμβαίνει. Ολοι ελπίζουν και εύχονται να παραμείνει.