Η αναστολή λειτουργίας μεγάλου μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ (shutdown), μετά την αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς για τη χρηματοδότησητων δημοσίων δαπανών, είχε τελικά περιορισμένες συνέπειες στις διεθνείς αγορές, όπως ακριβώς προέβλεπαν οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές και χρηματοπιστωτικοί οίκοι.
Την Τετάρτη (1/10), όταν ενεργοποιήθηκε το shutdown και εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι τέθηκαν σε αναγκαστική άδεια άνευ αποδοχών, οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες στη Wall Street αλλά και στην Ευρώπη κατέγραψαν κέρδη, με την ανοδική τους πορεία να συνεχίζεται και τις δύο επόμενες συνεδριάσεις.
Τι έδειξαν τα προηγούμενα χρόνια
Η εμπειρία από τα 15 προηγούμενα shutdown που έχουν καταγραφεί στην αμερικανική ιστορία από το 1981 – τα οποία κράτησαν από λίγες ημέρες έως και αρκετές εβδομάδες – λειτούργησε καθησυχαστικά για τους επενδυτές. Η ευφορία στις αγορές συνεχίζεται ήδη αδιάκοπα από τον Απρίλιο, με βασικούς καταλύτες την τεχνητή νοημοσύνη και τις προσδοκίες για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από τη Fed.
Ο μόνος τομέας που επηρεάστηκε αισθητά ήταν ο χρυσός, η τιμή του οποίου συνέχισε την εκρηκτική της άνοδο, πλησιάζοντας τα 3.900 δολάρια/ουγκιά, καθώς ενισχύθηκαν οι ανησυχίες για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας και οι εκτιμήσεις για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Στο παρελθόν, η όποια αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ από τα shutdown ήταν περιορισμένη και ανακτήσιμη μόλις οι δημόσιες υπηρεσίες επέστρεφαν σε πλήρη λειτουργία. Το πιο παρατεταμένο shutdown συνέβη τον Δεκέμβριο 2018 – Ιανουάριο 2019, επί Ντόναλντ Τραμπ, διαρκώντας 35 ημέρες – το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα.
Επιπτώσεις στο ΑΕΠ
Η επίδραση στο ΑΕΠ, σύμφωνα με εκτίμηση του Λευκού Οίκου, ανερχόταν σε 0,1% ανά εβδομάδα μη καταβολής μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολόγισε τη συνολική απώλεια σε 11 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 8 δισ. καλύφθηκαν εκ των υστέρων, όταν οι εργαζόμενοι πληρώθηκαν αναδρομικά. Έτσι, σε μακροοικονομικό επίπεδο, οι συνέπειες ήταν πρακτικά αμελητέες για τις αγορές.
Η μη πληρωμή περισσότερων από 1,5 εκατ. εργαζομένων καθιστά απίθανη μια πολύμηνη παράταση της αναστολής λειτουργίας, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Στο διάστημα του shutdown, χωρίς μισθό μένουν τόσο οι υπάλληλοι σε αργία όσο και όσοι συνεχίζουν να εργάζονται σε καίριες υπηρεσίες, όπως οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας.
Το shutdown του 2018 είχε κλιμακωθεί όταν οι Δημοκρατικοί αρνήθηκαν να εγκρίνουν τη χρηματοδότηση του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό που απαιτούσε ο Τραμπ. Όταν όμως οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας έμειναν για δεύτερο μήνα χωρίς αποδοχές και άρχισαν να δηλώνουν μαζικά ασθένεια, οι πτήσεις ακυρώνονταν ή καθυστερούσαν σημαντικά, οδηγώντας σε χάος στις μεταφορές – γεγονός που τελικά έβαλε τέλος στην κρίση.
Οι τρέχουσες πολιτικές διαμάχες
Σήμερα, οι Δημοκρατικοί απορρίπτουν το σχέδιο του Λευκού Οίκου και των Ρεπουμπλικανών για βραχυπρόθεσμο δανεισμό, μετά τη λήξη του δημοσιονομικού έτους στις 30 Σεπτεμβρίου. Ζητούν ως προϋπόθεση να διατηρηθεί ο αριθμός των δικαιούχων της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης (Medicare/Obamacare) και να συνεχιστούν οι φορολογικές εκπτώσεις για τα ασφάλιστρα υγείας, ρυθμίσεις που είχαν εγκριθεί ήδη την άνοιξη με το μεγάλο φορολογικό πακέτο του Τραμπ.
Αμφότερες οι πλευρές επιχειρούν να μετακυλίσουν τις ευθύνες η μία στην άλλη, προσπαθώντας να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Ο Ντόναλντ Τραμπ εντείνει την πίεση στους Δημοκρατικούς, απειλώντας με μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, πρακτική που είχε προωθήσει και ο πρώην συνεργάτης του, δισεκατομμυριούχος Ίλον Μασκ. Ο Τραμπ μάλιστα προανήγγειλε «χιλιάδες απολύσεις».
Ένα αμερικανικό «παράδοξο»
Το φαινόμενο του shutdown είναι σχεδόν μοναδικό στις ΗΠΑ, καθώς σε άλλες χώρες η χρηματοδότηση του κράτους συνεχίζεται αυτόματα. Στην Αμερική, ωστόσο, ισχύει νόμος του 19ου αιώνα που περιορίζει τη δυνατότητα δαπανών χωρίς εγκεκριμένο προϋπολογισμό. Από το 1980, με ερμηνεία της κυβέρνησης Τζίμι Κάρτερ, ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρότερα, οδηγώντας σε τέτοιες καταστάσεις.
Σύμφωνα με το πλαίσιο αυτό, καμία δημόσια δαπάνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν υπάρχει νομοθετική έγκριση με ενισχυμένη πλειοψηφία στο Κογκρέσο, δηλαδή τουλάχιστον 60 Γερουσιαστές, και όχι απλή πλειοψηφία 51. Έτσι, παρότι ο Τραμπ διαθέτει πλειοψηφία και στη Βουλή και στη Γερουσία, χρειάζεται οπωσδήποτε τη συναίνεση κάποιων Δημοκρατικών για να επιλυθεί το αδιέξοδο.