Η συζήτηση για την περιβόητη «κουμπαριά» του πρωθυπουργού με τον «Φραπέ» ξεκίνησε από μια πληροφορία που δεν είχε καμία βάση, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε να πάρει έκταση. Αυτό δεν θα ήταν τόσο παράξενο, αν δεν επρόκειτο για ακόμη μια από τις ιστορίες που ο Νίκος Ανδρουλάκης σπεύδει να υιοθετήσει χωρίς να κάνει τον παραμικρό έλεγχο. Η εικόνα ενός πολιτικού αρχηγού που αναπαράγει πρόχειρα σενάρια δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, είναι σχεδόν ο τρόπος με τον οποίο έχει μάθει να παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση.
Το αμήχανο στιγμιότυπο στη Βουλή, όπου κατέθεσε στα πρακτικά ένα απόκομμα εφημερίδας που αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πριν από είκοσι χρόνια, έδειξε πόσο επιπόλαια είχε στηθεί όλη η ιστορία. Κι αντί να υποχωρήσει όταν αποδείχθηκε το λάθος, προτίμησε να επιμείνει, σαν να είχε σημασία περισσότερο η εντύπωση παρά η πραγματικότητα.
Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που εμφανίζεται με τέτοια σιγουριά σε θέματα που αργότερα διαψεύδονται. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η υπόθεση των Τεμπών, όπου από το βήμα της Βουλής υιοθέτησε τον ισχυρισμό περί «άγνωστου εύφλεκτου υλικού» στο εμπορικό βαγόνι, μια θεωρία συνωμοσίας που κατέρρευσε παταγωδώς μόλις εξετάστηκαν τα πραγματικά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος είχε ήδη κάνει τη δήλωσή του, σαν να είχε υποχρέωση να ρίξει λίγο ακόμη καύσιμο στη φωτιά της παραπληροφόρησης.
Όταν τέτοιες συμπεριφορές επαναλαμβάνονται, δεν μιλάμε πια για μια κακή στιγμή αλλά για έναν τρόπο άσκησης πολιτικής. Έναν τρόπο όπου το πρόχειρο αφήγημα προηγείται της αλήθειας και όπου η ανάγκη εντυπωσιασμού μοιάζει πιο σημαντική από την ευθύνη του λόγου. Η χώρα, όμως, χρειάζεται αξιωματική αντιπολίτευση που να μπορεί να σταθεί με σοβαρότητα, όχι πολιτικούς που λειτουργούν σαν τρολ της δημόσιας σφαίρας.
Κάπως έτσι φτάσαμε να συζητάμε για κουμπαριές, για αποκόμματα και για σενάρια που δεν αντέχουν ούτε μια ανάσα σοβαρότητας. Κι όμως, ο Ανδρουλάκης επιμένει να τα κρατά ζωντανά, σαν να του προσφέρουν κάποια παράξενη παρηγοριά. Λες και, αν δεν βρει μια ιστορία να αναπαράγει, θα μείνει μόνος με την αμηχανία του ρόλου που δεν μπορεί να σηκώσει.
Στο τέλος, η κουμπαριά δεν ήταν απλώς μια ανακρίβεια ή μια παρανόηση. Είναι σύμβολο ενός παράλογου παιχνιδιού όπου τα γεγονότα λογαριάζονται δεύτερα και η φαντασία υπερτερεί της αλήθειας. Ό,τι θα έπρεπε να προκαλεί αμηχανία, μετατρέπεται σε θέαμα και θόρυβο, και ο ίδιος ο Ανδρουλάκης φαίνεται να νιώθει σαν στο σπίτι του μέσα σε αυτό το παράλογο.