Στην ελληνική πολιτική σκηνή συχνά η ανάγκη για «κάτι καινούργιο» γεννά πρόσωπα που ανεβαίνουν με ταχύ ρυθμό και κατεβαίνουν με ακόμη ταχύτερο. Η κοινωνία, κουρασμένη από τα ίδια και τα ίδια, ρίχνει την ψήφο της σε φρέσκα πρόσωπα, εναλλακτικούς ήρωες, ανθρώπους με ωραίο περιτύλιγμα αλλά συχνά χωρίς ουσία. Μέχρι να τους δοκιμάσει η πραγματικότητα. Και τότε η φούσκα σκάει.
Ο Στέφανος Κασσελάκης υπήρξε το απόλυτο παράδειγμα του είδους. Ενας άνθρωπος με μηδενική πολιτική διαδρομή αλλά με εξαιρετική αίσθηση επικοινωνίας και εικονοποιημένης ταυτότητας. Μπήκε στην Κουμουνδούρου ως «επαναστάτης του εξωτερικού», μίλησε για νέο ήθος, για επιχειρηματική σοβαρότητα, για ριζική αλλαγή. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένος από την τσιπρική περίοδο και διψασμένος για αλλαγή, τον αγκάλιασε με πάθος. Ομως, όπως φάνηκε πολύ γρήγορα, άλλο πράγμα είναι να εμπνέεις και άλλο να διοικείς.
Ο αποσυνάγωγος της Αριστεράς
Μέσα σε ελάχιστους μήνες, ο Στέφανος έγινε ο αποσυνάγωγος της Αριστεράς. Οι συγκρούσεις με στελέχη, η αδυναμία να αρθρώσει προγραμματικό λόγο, οι τηλεοπτικές εμφανίσεις που θύμιζαν περισσότερο ριάλιτι παρά πολιτικό σχόλιο αλλά και η πλήρης έλλειψη γνώσης του ελληνικού θεσμικού πλαισίου έκαναν το καράβι να μπάζει νερά. Και όταν οι πρώτοι εγκατέλειψαν το πλοίο, οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Από την εξουσία του προέδρου στην πολιτική απομόνωση ήταν υπόθεση μηνών. Ένα πολιτικό ανέκδοτο με ημερομηνία λήξης.
Κι εδώ μπαίνει η Ζωή. Όχι τυχαία. Διότι η πορεία της θυμίζει επικίνδυνα τον ίδιο κύκλο. Ομοιότητες; Πολλές. Διαφορές; Λιγοστές και άνευ ουσίας.
Η Πλεύση Ελευθερίας, αν και με περισσότερα χρόνια παρουσίας, παραμένει κατ’ ουσίαν ένα one woman show. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει καταφέρει να φιγουράρει στη Βουλή ως «φωνή αντισυστημική», αλλά δίχως ποτέ να παρουσιάσει πειστικό εναλλακτικό αφήγημα. Καταγγέλλει, καταδικάζει, κοντράρει – αλλά δεν προτείνει.
Η πολιτική της στάση έχει περισσότερο θεατρικό χαρακτήρα παρά ρεαλιστική διάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάθε της δημόσια παρέμβαση το προσωπικό ύφος υπερτερεί του πολιτικού περιεχομένου.
Όπως και ο Κασσελάκης, η Ζωή μοιάζει να ποντάρει στο όποιο χάρισμα και όχι στο θεσμικό ήθος. Όμως η εποχή δεν συγχωρεί πλέον το κενό περιεχομένου. Η κοινωνία, παρά τα προβλήματα, ψάχνει λύσεις, όχι παραστάσεις. Και αν η τηλεόραση θέλει «καβγάδες», οι κάλπες απαιτούν σοβαρότητα. Ο πολιτικός που δεν μπορεί να συνεργαστεί, που επιλέγει τη μοναξιά του «σωτήρα», δεν πείθει, δεν χτίζει. Στην καλύτερη, προκαλεί φασαρία. Στη χειρότερη, σιωπή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, αντί να αναδεικνύει τα πραγματικά προβλήματα της χώρας και να συμβάλλει με θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα όπως η οικονομία, η άμυνα ή η δημογραφική κατάρρευση, η Ζωή επιλέγει να επενδύσει πολιτικά σε συνωμοσιολογία και τοξικότητα. Προσβάλλει δικαστικούς, απειλεί δημοσιογράφους, πολιτεύεται με μένος και όχι με στρατηγική. Έτσι όμως δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική διάρκεια. Το «αντισυστημικό» χωρίς περιεχόμενο καταλήγει σε αυτοϋπονόμευση.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη συνεχίζει να δείχνει έναν άλλο δρόμο. Με σταθερότητα, θεσμική σοβαρότητα και ρεαλιστική προσέγγιση, καταφέρνει να απορροφά τις κρίσεις και να σχεδιάζει το μέλλον. Δεν επενδύει στο σοκ αλλά στην πράξη. Δεν κάνει επικοινωνιακά σόου, αλλά υλοποιεί πολιτικές. Από την ψηφιοποίηση του κράτους και τη σταδιακή μείωση της ανεργίας, μέχρι τις ελαφρύνσεις και την προσέλκυση επενδύσεων, η χώρα προχωράει. Κι αυτό, καμία Πλεύση και κανένας αυτοανακηρυγμένος ηγέτης δεν μπορεί να το αντιστρέψει.
Ο κόσμος κουράστηκε από την τοξικότητα. Κουράστηκε από τους αυτόκλητους «σωτήρες». Θέλει πολιτικούς που να μπορούν να λύνουν προβλήματα, όχι να δημιουργούν άλλα. Θέλει θεσμούς, όχι μονολόγους. Συναινέσεις, όχι εμμονές. Και γι’ αυτό, όσοι χτίζουν καριέρα πάνω στο χάος είναι καταδικασμένοι να βρεθούν εκτός παιχνιδιού.
Η ιστορία, λοιπόν, δείχνει πως είτε λέγεσαι Στέφανος είτε Ζωή, η φούσκα της προσωπολατρίας πάντα σκάει. Και τότε απομένει μόνο η σιωπή. Γιατί τελικά από την κορυφή στη λήθη είναι όντως... μισό τσιγάρο δρόμος.