Τα πολιτικά και προσωπικά τους αδιέξοδα, μέσω της επιστροφής της τραγωδίας των Τεμπών στην πολιτική αντιπαράθεση και με όχημα το σύνθημα «κάνε και εσύ μια Προανακριτική, μπορείς» πορεύεται η αντιπολίτευση. Και αυτό γιατί από την ώρα που οι θεωρίες συνωμοσίας κατέρρευσαν προσπαθούν τώρα να χρησιμοποιήσουν ως «εργαλείο» τον ποινικό λαϊκισμό.
Με αυτόν τον τρόπο Ανδρουλάκης και Φάμελλος επιχειρούν να ανακάμψουν δημοσκοπικά, καθώς η κατάρρευσή τους έχει προκαλέσει νέο κύκλο αμφισβήτησης των ηγεσιών ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Τον χορό του... διαγωνισμού των Προανακριτικών ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ, που έχει το μεγαλύτερο άγχος, διότι διαπιστώνει ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει «καθίσει» για τα καλά στη δεύτερη θέση και δύσκολα μπορεί να την ξεπεράσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να κλείσει τα... αυτιά στις σειρήνες που τον καλούσαν να καταθέσει η αντιπολίτευση πακέτο πρότασης για Προανακριτική.
Μάλιστα, το άγχος είναι τέτοιο, που δεν τους έφτανε μόνο πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή, αλλά έβαλε και όλους τους διατελέσαντες υφυπουργούς παρότι στην εισαγγελική παραγγελία δεν υπήρχαν. Εκτός των άλλων κατηγοριών, το ΠΑΣΟΚ έθεσε και το θέμα της αποδυνάμωσης του ΟΣΕ, από πλευράς εργαζομένων, μόνο που εκεί λησμονεί ότι το μεγάλο πογκρόμ στον Οργανισμό έγινε επί των ημερών του!
Όσο για τον Χρήστο Σπίρτζη και τους δικούς του υφυπουργούς, την ώρα που οι εκτιμήσεις που υπάρχουν είναι ότι το όποιο ενδεχόμενο αδίκημα έχει παραγραφεί, η κίνηση, όπως εκτιμούν από το Μαξίμου, γίνεται για ξεκάρφωμα. Αλλες φωνές, που γνωρίζουν τις εσωτερικές εξελίξεις στην Κεντροαριστερά, εκτιμούν ότι η στοχοποίηση Σπίρτζη γίνεται καθώς είναι από εκείνα τα στελέχη που επιμένουν στο σενάριο συνένωσης δυνάμεων στην Κεντροαριστερά, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί μια νέα κίνηση απελπισίας, καθώς ο εφιάλτης των δημοσκοπήσεων έχει κυκλώσει την Κουμουνδούρου. Οι μετρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα, ενώ η συμμετοχή στις συνδιασκέψεις που γίνονται προκαλούν απογοήτευση εξαιτίας της ανύπαρκτης συμμετοχής στελεχών και πολιτών.
Η Κουμουνδούρου πορεύεται στη συγκρότηση μιας πρότασης για σύσταση Προανακριτικής που θυμίζει πλειστηριασμό. Καθώς οι μισοί θέλουν να βάλουν στο κάδρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κάποιοι όχι, ενώ άλλοι θέλουν να συμπεριλάβει το κατηγορητήριο και την περίοδο Σαμαρά-Βενιζέλου και τον τότε υπουργό Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Η απόλυτη νομική τρέλα, όπως λένε οι κατέχοντες την αρμόδια επιστήμη. Από την άλλη, η Κωνσταντοπούλου σχεδιάζει επίθεση προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τη μία θέλει να κλείσει, όπως δηλώνει, τον Μητσοτάκη φυλακή και από την άλλη κατηγορεί ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιπούς γιατί δεν αποδέχτηκαν την πρότασή της να καταθέσουν μαζί την πρόταση για την Προανακριτική.
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, που είναι η μόνη που δημοσκοπικά «καβάλησε» το κύμα της οργής για τα Τέμπη και βλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει... εκλογική πελατεία αναζητά τους 25 που της λείπουν για να καταθέσει πρόταση, αλλά δεν τους βρίσκει. Γι’ αυτό και επιτίθεται με το γνωστό της στιλ, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Το βέβαιο είναι ότι με όλους αυτούς τους χειρισμούς το μόνο που θα επιθυμούσαν αρκετοί από εκείνους που έχουν δηλώσει συμμετοχή σε ακραίες προτάσεις Προανακριτικών είναι να πάει η δίκη πιο πίσω. Και εάν είναι δυνατόν να πάει σε εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης με ανοικτό το θέμα στις κάλπες. Αυτή είναι η στόχευσή τους και όχι να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Γι’ αυτό και προσπαθούν να καθυστερήσουν το έργο του εφέτη ανακριτή με διάφορα τερτίπια, ενώ παράλληλα επιχειρούν να αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη μέσω της χρήσης πολλαπλών καλπών. Βέβαια, θα φανεί στις επερχόμενες δημοσκοπήσεις εάν αυτή τη φορά τα σχέδιά τους να εργαλειοποιήσουν τα Τέμπη αποδώσουν.
Αν όχι, όλο αυτό το σκηνικό θα ξεπεραστεί από την κοινωνία, που ζητεί δικαιοσύνη, αλλά λέει όχι στην εργαλειοποίηση και στον ποινικό λαϊκισμό που επιχειρείται και στο τέλος της ημέρας τραυματίζει θεσμούς και πολιτικό σύστημα. Η Δικαιοσύνη πρέπει να αφεθεί ελεύθερη να λειτουργήσει και να κάνει τη δουλειά της αποδίδοντας ευθύνες εκεί που υπάρχουν με βάση τους νόμους και όχι με κριτήριο τα πολιτικά παιχνίδια και τις κομματικές σκοπιμότητες.