Κάθε καλοκαίρι η Ελλάδα μυρίζει καμένο. Δάση, σπίτια, ψυχές. Στη Μεσσηνία, στην Εύβοια, στα Κύθηρα, στη Ρόδο, στην Αττική – ο κατάλογος αλλάζει μόνο ως προς τις συντεταγμένες. Αυτό που μένει ίδιο είναι το μοτίβο: φλόγες που ξεπηδούν ξαφνικά, εκκενώσεις σε χρόνο μηδέν, το 112 να ηχεί πιο συχνά απ’ ό,τι θα έπρεπε, και μια κοινωνία που παρακολουθεί αποσβολωμένη, με θυμό και ενοχές.
Αλλά δεν φταίει το φετινό καλοκαίρι. Ούτε το περσινό. Ούτε μόνο η κλιματική κρίση, αν και είναι εδώ και εκδηλώνεται παντού. Η φωτιά που μας καίει είναι κυρίως πολιτισμική. Δεν είναι μόνο τα πεύκα που αρπάζουν εύκολα, είναι μια χώρα που αργεί να καταλάβει ότι το δάσος είναι εθνικός πλούτος και όχι άχρηστη γη. Ότι το περιαστικό πράσινο είναι άμυνα. Ότι η πρόληψη είναι πράξη πολιτισμού και όχι γραφειοκρατικό κονδύλι.
Η πραγματικότητα είναι απλή και σκληρή: η Ελλάδα έχει μάθει να ζει με τις φωτιές. Αλλά δεν έμαθε ποτέ να ζει για να τις αποτρέψει. Τις βλέπει σαν θεομηνία, σαν τιμωρία ή, ακόμα χειρότερα, σαν αναπόφευκτο γεγονός. Ένα αναγκαίο κακό. Και όταν πια το κακό έρθει, ο δημόσιος διάλογος μετατρέπεται σε θόρυβο, σε καβγά για τις ευθύνες, σε πρωτοσέλιδα τρόμου και αριθμούς στρέμματα – μέχρι το φθινόπωρο.
Μόνο που τα δάση δεν περιμένουν. Ούτε τα χωριά που χάνονται. Ούτε οι άνθρωποι που μένουν χωρίς εστία, με τα παιδιά τους να ρωτούν γιατί κάηκε το σπίτι τους, και κανείς να μην ξέρει να τους απαντήσει με καθαρή καρδιά.
Το ερώτημα είναι ένα: θέλουμε να συνεχίσουμε έτσι; Θέλουμε, δηλαδή, να δεχτούμε τη φωτιά σαν μόνιμο φόντο του ελληνικού καλοκαιριού; Ή ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, όχι μόνο κυβερνητικά, αλλά κοινωνικά, πολιτισμικά, εκπαιδευτικά;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μόνο με μηχανισμούς και εξοπλισμούς. Πρέπει να ξεκινήσει από το σχολείο. Από το σπίτι. Από το πώς βλέπουμε το δάσος, τη φύση, το κοινό αγαθό. Από το να καταλάβουμε ότι όταν καίγεται ένα βουνό στην Εύβοια, δεν είναι «μακριά». Είναι δικό μας.
Το δάσος δεν είναι σκηνικό. Είναι ζωή. Και όταν το χάνουμε, χάνουμε κάτι πιο βαθύ από μερικά δέντρα. Χάνουμε τη δυνατότητα να είμαστε κοινωνία που σέβεται το μέλλον.