Ως γνωστόν τόσο η φύση όσο και η πολιτική απεχθάνονται τα κενά. Γι’ αυτό αμφότερες βρίσκουν πάντα τον τρόπο να τα γεμίζουν. Αυτό συμβαίνει και στα καθ’ ημάς, καθώς από το 2019 η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε δημιουργήσει πολιτικό κενό, το οποίο, σε ό,τι αφορά την αντιπολίτευση, δεν μπόρεσαν να το καλύψουν ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και των διαδόχων του ούτε το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.
Τα δύο αυτά κόμματα, είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση είτε ως τρίτο κοινοβουλευτικά κόμμα, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους ούτε στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Η κατάληξη ήταν να αναλάβει δράση η κοινωνία και να προχωρήσει στην κάλυψη του πολιτικού κενού που είχε δημιουργηθεί.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να «εφευρεθεί» ο όρος «κοινωνική αντιπολίτευση», ο οποίος δεν συνιστούσε απλώς μια ανακάλυψη που ερχόταν να χρησιμοποιηθεί στα πολιτικά πάνελ, αλλά μια ομολογία αδυναμίας εκ μέρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης να λειτουργήσουν με τον θεσμικό ρόλο τους και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πολιτών.
Έτσι, η «πίεση» στο Μαξίμου ασκούνταν όχι με τη διαμεσολάβηση της Βουλής αλλά μέσω των κοινωνικών ομάδων που, με αφορμή μια σειρά από θέματα, η καθεμία διαμαρτυρόταν για τα δικά της αιτήματα. Αποτέλεσμα οι πιέσεις αυτές, άνευ συγκολλητικής ουσίας αιτημάτων, αλλά μεμονωμένων απαιτήσεων, να μη δημιουργούν την αίσθηση της απειλής, αλλά μιας κριτικής τόσο-όσο που ήταν διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση.
Αυτά όλα μέχρι να έρθει η υπόθεση των Τεμπών, η οποία λειτούργησε ως ο καταλύτης συγκερασμού όλων των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι κοινωνικές ομάδες από τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση.
Τα παραπάνω είναι η πρώτη ανάγνωση των όσων συμβαίνουν σε αυτήν τη φάση της πολιτικής ζωής, με μια κυβέρνηση να δοκιμάζεται ίσως περισσότερο από ποτέ, αλλά και με μια αντιπολίτευση που σωρευτικά έχει τις δικές της ευθύνες για τα όσα συμβαίνουν στο πολιτικό σύστημα τα τελευταία έξι χρόνια.
Κατακερματισμός
Σε καμία φάση η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να λύσει τα εσωκομματικά προβλήματά της και να παρουσιάσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, ενώ ο κατακερματισμός της οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και της ενίσχυσης των άκρων με διαφορετικό πρόσημο.
Με μια αναξιόπιστη πολιτική που δεν ακούμπησε την κοινωνία και χωρίς μπούσουλα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επί της ουσίας λειτούργησαν ως χορηγοί των άκρων που σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζονται σε πολύ υψηλά ποσοστά. Το ότι δεν μπόρεσαν να καλύψουν το πολιτικό κενό, εμφανιζόμενα ως εναλλακτική επιλογή με πρόταση εξουσίας, λειτούργησε ως… διαβατήριο της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και της ενδυνάμωσης των άκρων.
Η κοινωνία από τη φάση της αποχής και του καναπέ βγήκε στους δρόμους και πάλι, αλλά τη δυσαρέσκεια την καρπώνονται το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, του Βελόπουλου και της Λατινοπούλου. Αυτά δείχνουν ότι η επιστροφή των άκρων αφήνει πλέον πολιτικό αποτύπωμα.
Η κίνηση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσουν τον πολιτικό λόγο και τα επιχειρήματα των κομμάτων που κινούνταν στο περιθώριο του κοινοβουλευτικού συστήματος πιστεύοντας ότι έτσι θα δημιουργήσουν πρόβλημα στην κυβέρνηση, αποδείχθηκε μπούμερανγκ. Δημοσκοπικά δεν κερδίζουν τίποτε, ενώ πληθαίνουν τα σενάρια που φέρουν την Καρυστιανού να δημιουργεί κόμμα, ενώ η άνοδος των άκρων (δεξιά και αριστερά) συνεχίζεται.
Δεν πείθουν
Η συνένωση στα χαρτιά των ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς και Πλεύσης Ελευθερίας για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας δείχνει τα αδιέξοδα, γιατί το «μέτωπο» δεν πείθει την κοινωνία, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν πολλά ζητήματα με τις τάσεις και τις ομάδες.
Από την άλλη, οι συγκεντρώσεις, όπως η σημερινή, επί της ουσίας ενισχύουν τις φωνές που θεωρούν ότι θνησιγενή μέτωπα δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις, ενώ η τροφοδότηση ακραίων συνθημάτων δημιουργεί τις συνθήκες ενός νέου διχασμού εντός της κοινωνίας.
Και μπορεί το 2015 ο Τσίπρας να μάζεψε αυτό το αντισυστημικό κίνημα εντός του ΣΥΡΙΖΑ με ό,τι αυτό σήμαινε, αλλά σήμερα ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιποί φαίνονται ανίκανοι να αποτελέσουν τη γέφυρα μεταξύ κοινωνίας και κομμάτων.
Από την άλλη, η κυβέρνηση καλείται να βρει μια λύση εκτός πεπατημένης, ώστε να ανακάμψει από το «τραύμα» των Τεμπών…