Στην Καλλιτεχνούπολη Ραφήνας… «έπεσε βαθιά σιωπή». Το πιάνο σίγησε τα ξημερώματα της 5ης Οκτωβρίου. Τότε έκλεισε τον βιολογικό κύκλο της και η σχέση ζωής του Μίμη Πλέσσα με τη Λουκίλα Καρρέρ, στα 38 χρόνια της κοινής πορείας τους, από τον έναν αιώνα ζωής του μεγάλου Ελληνα μουσικοσυνθέτη. Ερωτευμένοι, με την ορμή εφήβου από εκείνο το πρώτο βράδυ του 1986, στην οδό Φιλελλήνων. Με ευαισθησία και ευγένεια. Γενναιόδωρος και δοτικός. Οπως ακριβώς ο Μίμης Πλέσσας έζησε με την άλλη σημαντική «γυναίκα» της ζωής του, τη Μουσική, την οποία, ωστόσο, δεν την κράτησε για τον εαυτό του.
Ανέδειξε πολλούς μεγάλους ερμηνευτές (Νάνα Μούσχουρη, Τζένη Βάνου, Γιάννης Πουλόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Ρένα Κουμιώτη κ.ά.) και καθόρισε το έντεχνο και λαϊκό τραγούδι με την πλούσια συμβολή του στη δισκογραφία, η οποία του οφείλει τον πιο εμπορικό ελληνικό δίσκο που κυκλοφόρησε ποτέ: «Ο Δρόμος», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, έχει 4.000.000 πωλήσεις από το 1969.
Τόσα καλοκαίρια…
Τη μεγάλη αγαπημένη του, τη Μουσική, ο Μίμης Πλέσσας τη γνώρισε στα πέρατα του κόσμου και δεν δίστασε μάλιστα να την παντρέψει με τον ελληνικό κινηματογράφο, συγγράφοντας μικρές και μεγάλες ιστορίες. Στην «Παριζιάνα» με τη Ρένα Βλαχοπούλου, στα μιούζικαλ «Γοργόνες και μάγκες», στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», στο «Θαλασσιές οι χάντρες»…
«Του αγοριού απέναντι πείτε του πως πεθαίνω» τραγουδά η «Μία κυρία στα μπουζούκια», Μαίρη Χρονοπούλου, για τα θαλασσόχρωμα μάτια του Φαίδωνα Γεωργίτση, με αυτό το χαρακτηριστικό μαύρο φόρεμα, με τη «μαχαιριά» στο στήθος, κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα μπεγλέρι και ένα τσιγάρο. Το ημερολόγιο έδειχνε: έτος 1967. Και ο Μίμης Πλέσσας, με τη μουσική του, έκανε πολλές γυναίκες να βγάλουν τη… μαγκιά και το αντριλίκι τους. Οπως έκανε και πολλές… υπηρετριούλες να δοκιμάσουν ρόλους αφεντικών, όπως ξεσήκωσε και πολλούς με το συνθηματικό «φσστ μπόινγκ» του Κώστα Βουτσά.
Στον «Δρόμο» ο Μίμης Πλέσσας ξεγύμνωσε την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά της γυναίκας που πουλούσε φθηνή ηδονή. Στην αργκό της εποχής, «άγαλμα» ήταν η ιερόδουλη που δούλευε έξω στον δρόμο. «Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε» και «Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε, μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε».
Η μουσική του Μίμη Πλέσσα στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες», το 1968, εμπνέει τον Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος δημιουργεί το πρώτο ελληνικό βίντεο κλιπ στον κινηματογράφο. Η φωνή του Δάκη (που δεν εμφανίζεται ποτέ) δίνει ρυθμό στο χορευτικό της Μαίρης Χρονοπούλου και του Λάκη Κομνηνού και με τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, συντροφεύει κάθε έρωτα που κάποια στιγμή θα εκπληρωθεί. «Τόσα καλοκαίρια μου ’χαν φύγει από τα χέρια / τόσα καλοκαίρια που δε σ’ αγαπούσα».
Υπήρχαν και περιπτώσεις που αν και διδάκτωρ Χημείας στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, δεν πετύχαινε στον Μίμη Πλέσσα το μείγμα τραγουδιού και ερμηνείας. Ή δεν τον… σήκωνε ο καλλιτεχνικός και κοινωνικός αντιδραστήρας της εποχής. Κάπως έτσι στην κωμωδία του Ορέστη Λάσκου «Φτωχαδάκια και λεφτάδες», δεν δισκογραφήθηκε ποτέ η εκτέλεση του τραγουδιού «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου», με τον Κώστα Χατζή να φορά λευκό κοστούμι και να τραγουδά, με τη χαρακτηριστική old school βραχνή φωνή του, για τον πόνο του έρωτα και για την υποψία της απώλειάς του. Η jazz διάθεση του Πλέσσα δεν βρήκε ανταπόκριση, αλλά το τραγούδι βρήκε τον δρόμο του. Κατέληξε στην Τζένη Βάνου, για την οποία οι περισσότεροι νομίζουν πως η πρώτη εκτέλεση είναι δική της.
Το… τσιφτετέλι
Στο θεατρικό έργο «Romancero» ο Δημήτρης Χόρν ίσως να μην είχε τραγουδήσει ποτέ το τραγούδι «Ποιος το ξέρει», αν δεν είχε προϋπάρξει η ερμηνεία του στο τσιφτετέλι «οι θαλασσιές οι χάντρες», στην ταινία του Κλέαρχου Κονιτσιώτη «Η Αθήνα τη νύχτα», με εκείνο το βιρτουόζικο «λάιλάιλάι...».
Οπως είχε διηγηθεί, σε συνεντεύξεις του, ο ίδιος ο Μίμης Πλέσσας, όταν ο Χορν απέκτησε δικό του θίασο, για 5-6 χρόνια ήταν ο αποκλειστικός του συνθέτης. Σε μία από τις καθιερωμένες συγκεντρώσεις εργασίας στο σπίτι του Μίμη Πλέσσα, ο Πρετεντέρης, η σύζυγός του Λουκίλα Καρρέρ, ο μουσικοσυνθέτης στο πιάνο και ο Χορν με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, του αποκαλύπτει ότι θέλει να τραγουδήσει το «Ποιος το ξέρει». Τότε ο Μίμης Πλέσσας τον προσγείωσε στην πραγματικότητα, λέγοντάς του ότι για να υπάρξει η δυνατότητα πώλησης του τραγουδιού σε μια καινούργια εταιρεία, θα πρέπει να τραγουδήσει ένα γύφτικο τσιφτετέλι, τις θαλασσιές τις χάντρες, κρατώντας ένα ντέφι και αναφωνώντας… «λάιλάιλάι». Ασφαλώς και επρόκειτο για ένα από τα συνήθη αστεία του μουσικοσυνθέτη, το οποίο ωστόσο ο Πρετεντέρης, που είχε ακούσει, θεώρησε ότι θα γίνει μεγάλη επιτυχία και αποφάσισε να επιβάλλει τη γνώμη του. Ανακοίνωσε ότι δεν θα έδινε άδεια να γυριστεί το «Ποιος το ξέρει», αν δεν τραγουδήσει το τσιφτετέλι ο Χορν. Και δικαιώνεται…
Με επιμονή και ενθουσιασμό ο Μίμης Πλέσσας καθιέρωσε τη μοναδική Ρένα Κουμιώτη, όταν ένα βράδυ του ’68 την ανακάλυψε στην μπουάτ «Απανεμιά» ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Τη… ρίχνει στα βαθιά με τη συμμετοχή της στον θρυλικό «Δρόμο», με δύο τραγούδια: Το «Δώσε μου το στόμα σου» και το «Πρώτη φορά». Ο πρώτος προσωπικός δίσκος της Ρένας Κουμιώτη κυκλοφόρησε το 1970 και είχε τίτλο το όνομά της. Οι μικρές ιστορίες πίσω από τις μεγάλες δημιουργίες του Μίμη Πλέσσα επιβεβαιώνουν πως με τις μουσικές του κατάφερε να ενώσει διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές γενιές σε έναν στίχο και ένα χειροκρότημα… «Ξημερώνει Κυριακή, μη μου λυπάσαι… Και είναι όμορφη η ζωή, να το θυμάσαι».