Η συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου για επικαιροποίηση των οικονομοτεχνικών παραμέτρων έργων, για παράδειγμα της επισυνδεσιμότητας, όπως αυτή αποτυπώθηκε μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Χριστοδουλίδη, δείχνει με σαφήνεια τις προθέσεις των δύο πλευρών αναφορικά με το καλώδιο για το οποίο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση.

Ταυτόχρονα, ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέδειξαν τη στενή σχέση Ελλάδας-Κύπρου αλλά και τη σύμπλευση σε μείζονος σημασίας θέματα που καθιστούν τις δύο πλευρές πυλώνες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Να σημειωθεί ότι την ώρα που στην Αθήνα διεξαγόταν η 3η Διακυβερνητική Σύνοδος Ελλάδας-Κύπρου, στις Βρυξέλλες ο υπουργός Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, και ο Κύπριος ομόλογός του, Γιώργος Παπαναστασίου, αναφέρθηκαν στο θέμα με τον δεύτερο να ευχαριστεί τον Ελληνα υπουργό για την προσπάθεια που γίνεται στην κατεύθυνση ενός πολύ σημαντικού έργου που θα τερματίσει την ενεργειακή απομόνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με απλά λόγια ούτε το έργο σταματά ούτε η ελληνική κυβέρνηση έκανε πίσω, όπως υποστήριξε μετ’ επιτάσεως σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση, με το ΠΑΣΟΚ να πρωτοστατεί και τον Νίκο Ανδρουλάκη να επιρρίπτει ευθύνες και στον πρωθυπουργό για την εξέλιξη του έργου. Και η εξέλιξη αυτή που αποσαφηνίζει την κατάσταση έρχεται να προστεθεί στα όσα έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων στην περιοχή, να καθίσταται με τη βούλα, που λένε, πυλώνας σταθερότητας και κυρίως ενεργειακός κόμβος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη θέση της στη γεωπολιτική σκακιέρα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η εξωτερική πολιτική και οι διμερείς σχέσεις δεν είναι το κατάλληλο πεδίο για την άσκηση επαναστατικής γυμναστικής και τη χάραξη αντιπολιτευτικής τακτικής στη λογική της καταστροφολογίας. Όχι ότι δεν πρέπει να ασκείται κριτική και να επισημαίνονται λάθη και τυχόν παραλείψεις. Αλλο αυτό όμως και άλλο η δημιουργία ενός κλίματος ενδοτικότητας και υποχωρητικότητας που δεν συνάδει με την πραγματικότητα όπως αυτή αποτυπώνεται και από τις τελευταίες εξελίξεις.

Η Ελλάδα θωρακίζεται. Και διπλωματικά και αμυντικά. Καθίσταται πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας. Καθίσταται όμως και πόλος προσέλκυσης επενδύσεων, που οδηγεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με καλύτερες φυσικά αμοιβές. Παράλληλα όμως προχωρά και στην αξιοποίηση των δικών της πόρων όπως προκύπτει από τις συμφωνίες της προηγούμενης εβδομάδας.

Δικαίως στην κυβέρνηση αναρωτιούνται «αν δεν είναι αυτή πατριωτική πολιτική, τότε τι είναι ή, καλύτερα, τότε ποια μπορεί να είναι».

Το πρόβλημα είναι πως στην Ελλάδα η αντιπολίτευση αναζητεί πάντα πεδία άσκησης αντιπολίτευσης, τα τελευταία χρόνια καταστροφολογικής. Αναζητώντας την αρνητική –σε βάρος της κυβέρνησης– ψήφο, τίποτα δεν μένει στο απυρόβλητο. Μόνο που στην εξωτερική πολιτική αυτό εγείρει άλλα ζητήματα, άμεσα συνδεδεμένα με την ίδια τη χώρα. Το χειρότερο είναι πως στην αντιπολίτευση δεν υπάρχει υπομονή. Δεν αναμένουν την εξέλιξη των γεγονότων με αποτέλεσμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να πηγαίνουν κουβά.

Το ερώτημα είναι τι θα πουν τώρα; Ολοι όσοι μιλούσαν για ενδοτικότητα της ελληνικής πλευράς, όσοι κατηγορούσαν τον πρωθυπουργό ότι συγκρούεται με την κυπριακή κυβέρνηση για να μην προχωρήσει το έργο της διασύνδεσης πώς θα δικαιολογήσουν τη στάση τους; Και για όσους έχουν κοντή μνήμη αρκεί να ανατρέξουν στις ομιλίες στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση που έγινε στη Βουλή στις 16 Οκτωβρίου για την εξωτερική πολιτική.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»