Η συζήτηση για τις επιλογές που έχει κάνει η κυβέρνηση αναφορικά με τη στάση της Ελλάδας απέναντι στον πόλεμο τόσο στην Ουκρανία όσο –και κυρίως– στη Γάζα παραμένει ζωηρή. Και τούτο συμβαίνει διότι όσοι διαφωνούν με αυτή τη στάση θεωρούν ότι εκείνοι είναι που εκφράζουν την πλειονότητα των Ελλήνων και όχι η κυβέρνηση, ωσάν να μην εκλέχθηκε ποτέ δημοκρατικά και μάλιστα με το πιο καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα της μεταπολίτευσης…

Στο τέλος της ημέρας, είναι εκείνοι που καλλιεργούν με κάθε λόγο και με κάθε αφορμή τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και ειδικότερα στην περίπτωση της Γάζας τον αντισημιτισμό. Που υιοθετούν πρακτικές που παραπέμπουν σε άλλες εποχές και σε άλλες καταστάσεις και προκαλούν οργή και ντροπή. Που εξισώνουν την τρομοκρατική δράση, τη βία και το μίσος για την άλλη άποψη και γενικότερα το διαφορετικό με το αίτημα για «απελευθέρωση» από κάποια δεσμά που έχουν οι ίδιοι φανταστεί.

Στη σωστή πλευρά

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η στάση της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή και στις δύο περιπτώσεις ήταν κρυστάλλινη και όχι απλώς καθαρή. Στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής, η Ελλάδα τάχθηκε χωρίς περιστροφές στο πλευρό της Ουκρανίας και δεν λογάριασε θρησκευτικούς και άλλους δεσμούς με τη Ρωσία.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής και της Γάζας, η Ελλάδα τάχθηκε στο πλευρό του Ισραήλ και αναγνώρισε το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα ύστερα από τις βάρβαρες τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου του 2023, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα – πολύ περισσότερο δε εκ του ρόλου της ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αυτή την περίοδο.

Δεν είναι όλα για αντιπολίτευση

Με άλλα λόγια, ουδείς μπορεί να εγκαλέσει την κυβέρνηση για κοντόφθαλμη λογική ως προς την εξωτερική της πολιτική. Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι αυτό, αλλά η στάση των συγκεκριμένων πολιτικών και άλλων ομάδων που θεωρούν ότι έχουν το αλάθητο, ότι εκφράζουν την πλειονότητα των Ελλήνων και κρίνουν ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Η υποστήριξη των Παλαιστινίων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι ένα παιχνίδι αντιπολίτευσης σε βάρος της κυβέρνησης ούτε να καταλήγει ακόμη και σε πογκρόμ κατά των Ισραηλινών σε πολλές περιπτώσεις.

Οι εικόνες με τα κρουαζιερόπλοια π.χ. ή τα υβριστικά γκράφιτι και συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της στάσης και είναι αν μη τι άλλο παραδείγματα προς αποφυγή. Η Ελλάδα ούτε έχει ανάγκη ούτε πρέπει να ταυτιστεί με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία. Ούτε αυτός είναι ο χαρακτήρας της ούτε αυτός είναι ο ρόλος της και δεν μπορεί η εικόνα μιας ολόκληρης χώρας να αμαυρώνεται απ’ αυτές τις εκδηλώσεις που καταλήγουν, δυστυχώς, στην υστερία.

Διάλογος με σεβασμό

Ακόμη και ο διάλογος ή η διαφορετική άποψη επιβάλλεται να εκφράζεται με σεβασμό και όχι με ακραίο τρόπο. Εκείνος που υποστηρίζει, για παράδειγμα, το Ισραήλ δεν σημαίνει πως δεν συγκινείται από το δράμα των αμάχων στη Γάζα. Ούτε όμως, κατά τον ίδιο τρόπο, ότι επιδοκιμάζει και γίνεται υποστηρικτής της τρομοκρατικής δράσης της Χαμάς.

Επικαλούμενοι εξάλλου ελαφρά τη καρδία όρους όπως η «γενοκτονία», τους οποίους επαναλαμβάνουν μεγαλόστομα και μονότονα, αδυνατούν να κατανοήσουν ότι οι όροι αυτοί χάνουν το νόημά τους. Διότι η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, τα γεγονότα είναι αυτά που τους διαψεύδουν στο πεδίο.

Και εν πάση περιπτώσει, οι πολίτες μιας οποιασδήποτε χώρας δεν μπορούν να εξισώνονται με την κυβέρνησή τους και να διώκονται αν αυτή είναι πράγματι κακή – όπως ακριβώς οι ίδιοι θεωρούν στην Ελλάδα ότι η δική μας κυβέρνηση δεν τους εκφράζει και είναι δημοκρατικό τους δικαίωμα να το πιστεύουν, ασχέτως ποια είναι η πραγματικότητα!