Η εντολή που έλαβε η κυβέρνηση στις εκλογές του Ιουνίου ήταν μία και αναμφισβήτητη: να τ’ αλλάξει όλα. Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πάρει πάνω του, από την πρώτη στιγμή, όλες τις τολμηρές κινήσεις και μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σε διάφορους τομείς: από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών έως τα μη κρατικά πανεπιστήμια και από τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους έως την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Απτή απόδειξη των όσων έχουν γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας και της θετικής φήμης για την Ελλάδα στο εξωτερικό, η οποία οδήγησε αντίστοιχα στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η οποία έχει αρχίσει ήδη να λειτουργεί θετικά ως προς την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, συμβάλλοντας στην έτι περαιτέρω επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών – οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι υψηλότεροι από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και από τους αντίστοιχους παραδοσιακών δυνάμεων της Ευρώπης.

Τάχα προοδευτικοί

Απέναντι σε όλα αυτά ωστόσο υπάρχει μια μόνιμη αντίδραση και αντίσταση, η οποία, δυστυχώς, δεν προέρχεται από περιθωριακές πολιτικές και κοινωνικές ομάδες. Τουναντίον, προέρχεται από τις βασικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες προφανώς αντιδρούν για να μη χαθούν κεκτημένα συγκεκριμένων επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων που υποστηρίζουν – ελπίζοντας προφανώς και στη δική τους υποστήριξη στην κάλπη. Το οξύμωρο ωστόσο είναι πως όταν μιλάμε για δυνάμεις της κεντροαριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, υποτίθεται ότι μιλάμε για δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές. Στην πραγματικότητα όμως ο όρος «προοδευτικός» και η αντίστιξή του με τον «συντηρητικό», δεν ταυτίζεται πλέον αποδεδειγμένα με τον παραδοσιακό διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων σε δεξιές και αριστερές.

Είναι δε προς τούτο εξαιρετικά εντυπωσιακό ότι ως απόλυτη προοδευτική, μεταρρυθμιστική δύναμη αποδεικνύεται, δίχως αμφιβολία, η ΝΔ και ως τέτοιος ηγέτης ο Κ. Μητσοτάκης, με τον ίδιο ασφαλώς να έχει αποδεχθεί αυτόν τον ρόλο και να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ως προς τις αποφάσεις που λαμβάνει και τις νομοθετικές και άλλες πρωτοβουλίες που λαμβάνει η κυβέρνηση. Κατ’ επανάληψη άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος δημοσίως ότι επιθυμεί να σπάσει τα ταμπού που υπήρχαν στο παρελθόν και να υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά ή το προοδευτικό και το συντηρητικό. Με κινήσεις και πρωτοβουλίες που ενέχουν και πολιτικούς κινδύνους και πολιτικό κόστος, αλλά ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να τις προχωρήσει και το κάνει, διότι γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι αυτό ακριβώς είναι που επιθυμεί και η πλειονότητα των πολιτών – η οποία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το 41% που πήρε η ΝΔ στις εκλογές, αλλά είναι ακόμη πιο ευρεία, όπως αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους.

Κολλημένοι στο χθες

Μοιραία συνεπώς όσοι αντιδρούν παραμένουν μειοψηφία, διότι εκφράζουν και τη μειοψηφία στον κοινωνικό ιστό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκεκριμένες επαγγελματικές και άλλες ομάδες που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις εξελίξεις και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι η εντολή που έχει πάρει η κυβέρνηση είναι η εντολή ν’ αλλάξουν όλα και να κινηθούν προς μια άλλη κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση πραγματικά προοδευτική, ούτως ώστε και η δική τους καθημερινότητα και η ποιότητα ζωής τους να γίνει καλύτερη. Ποιος είναι άλλωστε αυτός που μπορεί να εγείρει αντιρρήσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την εξυπηρέτηση των πολιτών (και των επιχειρήσεων) από την οθόνη του υπολογιστή τους ή το κινητό τους τηλέφωνο και όχι στον γκισέ και τις ουρές των δημοσίων υπηρεσιών; Ποιος είναι αυτός που πραγματικά δεν μπορεί να πιστέψει ότι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν θα λειτουργήσει θετικά, προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης και των δημοσίων πανεπιστημίων, τα οποία, ενώ βρίσκονται ανάμεσα στα κορυφαία του κόσμου, αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα, για τα οποία διόλου τυχαία ευθύνονται, κατά βάση, τα αντιδραστικά στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω;

Με απλά λόγια, τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ούτε η ωριμότητα την οποία παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα η ίδια να είναι έτοιμη ν’ αποδεχθεί τις μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση με την προσωπική σφραγίδα του Κ. Μητσοτάκη. Διότι πολύ απλά: είναι η ίδια η κοινωνία που τις ζητάει, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, συνδικαλιστών ή συγκεκριμένων ομάδων – πολλώ δε μάλλον των περιθωριακών στοιχείων.