Ανεξάρτητα από τους στόχους και τους σχεδιασμούς τους εν όψει της Κυριακής, όλα τα κομματικά επιτελεία έχουν έναν κοινό αντίπαλο: την αποχή. Οι εκτιμήσεις των δημοσκόπων και των πολιτικών αναλυτών κάνουν λόγο ίσως για τη μεγαλύτερη αποχή που θα καταγραφεί ποτέ σε εκλογική διαδικασία και το στοίχημα βέβαια, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση, είναι να καταφέρουν να πολεμήσουν την αδιαφορία κάποιων ψηφοφόρων και τη μειωμένη ή ανύπαρκτη διάθεσή τους να πάνε στην κάλπη.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Υπάρχουν βέβαια κάποια αντικειμενικά γεγονότα που ενισχύουν αυτήν την τάση. Οπως η –δεδομένη– κόπωση των ψηφοφόρων από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις μέσα στους τελευταίους 13 μήνες: δύο βουλευτικές εκλογές, δύο γύροι αυτοδιοικητικών εκλογών και τώρα οι ευρωεκλογές. Επίσης, η λεγόμενη «χαλαρή» ψήφος, που παραδοσιακά καταγράφεται στις αναμετρήσεις για το Ευρωκοινοβούλιο ή ακόμη και το μειωμένο ενδιαφέρον κάποιων ψηφοφόρων εξαιτίας των πολιτικών συσχετισμών που έχουν προκύψει από τις εθνικές εκλογές της περασμένης χρονιάς και διατηρούνται αναλλοίωτοι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Πολύ περισσότερο όταν ο ένας λόγος δεν αναιρεί τον άλλον και εν τέλει λειτουργούν αθροιστικά, ενισχύοντας τα ποσοστά της αποχής. Ταυτόχρονα, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά και ευρωπαϊκό, καθώς το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων καταγράφεται μειωμένο και σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ για μια σειρά από λόγους.

Εδώ λοιπόν το ζήτημα αρχίζει να γίνεται πιο σύνθετο και να υπεισέρχεται ο παράγοντας της απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών στο σύνολό τους. Αυτή ακριβώς η τάση είναι που έχει ενισχύσει τις ακραίες, λαϊκίστικες φωνές στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και αυτές οι φωνές δεν προέρχονται μόνο από την (ακρο)δεξιά, αλλά, δυστυχώς, και από την Αριστερά, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει απολέσει κάθε έννοια προοδευτικότητας και φαντάζει πλέον ως μία συντηρητική δύναμη. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα φιλελεύθερα, μεταρρυθμιστικά κόμματα της κεντροδεξιάς που πρεσβεύουν πλέον απόλυτα προοδευτικές ιδέες, με τη ΝΔ να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως φαίνεται και από τις ισορροπίες στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και να δικαιώνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις επιλογές του.

Η δύναμη των fake news

Ρόλο στην απαξίωση αυτήν και την προβολή των ακραίων φωνών εκατέρωθεν παίζουν τα social media, η παραπληροφόρηση και τα fake news που διακινούνται μέσω αυτών. Ενα πρόβλημα που έχει μεν εντοπίσει εγκαίρως η ευρωπαϊκή ηγεσία, αλλά δεν έχει καταφέρει ακόμη να δώσει αποτελεσματικές λύσεις, με αποτέλεσμα το φαινόμενο να γίνεται επικίνδυνο και εν τέλει ν’ απειλεί την ίδια τη Δημοκρατία. Οπως κατά τον ίδιο τρόπο απειλείται και από την αποχή, αφού η μη προσέλευση στις κάλπες σημαίνει, με πολύ απλά λόγια, ότι κάποιοι λίγοι θ’ αποφασίσουν για όλους μας. Μία από τις βασικές αρχές άλλωστε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών αρχών είναι η ισότητα της ψήφου, η οποία δεν είναι αυτονόητο δικαίωμα. Κατακτήθηκε με αγώνες και ο μοναδικός τρόπος για να διαφυλαχθεί σήμερα είναι η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Η διασφάλιση δηλαδή ότι με την ψήφο μας συμμετέχουμε (και) στις αποφάσεις.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ερμηνεία που κάνουν ορισμένα κομματικά επιτελεία και οι υπολογισμοί στο… μπλοκάκι τους για τα ποσοστά των κομμάτων και πώς αυτά μπορούν να επηρεαστούν για να φανεί, τάχα, ότι καταγράφουν μεγαλύτερες δυνάμεις και αντίστοιχα η πλειοψηφούσα παράταξη αποδυναμώνεται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοντόφθαλμη και μικροκομματική. Εντρυφούν δηλαδή στην παραπολιτική και αφήνουν στην άκρη την πολιτική, παραπλανώντας και τους πολίτες. Ομοίως, με την αποχή δεν εκφράζεται κάποια διαμαρτυρία κατά των κυβερνήσεων, αλλά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη δύναμη λαϊκίστικοι και ακραίοι σχηματισμοί και υποβιβάζεται το επίπεδο της δημοκρατίας μας.

Η συμμετοχή συνεπώς στην εκλογική διαδικασία της Κυριακής είναι επιβεβλημένη γιατί είναι ζήτημα Δημοκρατίας και αυτό δεν είναι απλώς ένα κλισέ. Είναι μια πραγματικότητα, όπως και ότι αποφασίζουμε και για τη χώρα μας και για την Ευρώπη, διότι μέλλον για την Ελλάδα δεν υπάρχει εκτός Ευρώπης και Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ελλάδα, όπως φάνηκε και από τις εφιαλτικές στιγμές του 2015, τις οποίες δεν θέλουμε πια να θυμόμαστε και –ευτυχώς– έχουμε αφήσει πίσω μας προ πολλού.