Όταν λείπουν τα επιχειρήματα, η ταμπέλα της «ακροδεξιάς» γίνεται εργαλείο πολιτικής επίθεσης και αποκαλύπτει το ιδεολογικό αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αντιπαρατεθεί πολιτικά, καταφεύγει στη γνώριμη συνταγή των εύκολων ταμπελών. Έτσι, οι Θάνος Πλεύρης και Άδωνις Γεωργιάδης παρουσιάζονται ως «ακροδεξιοί», όχι μέσα από τεκμηριωμένο πολιτικό αντίλογο, αλλά μέσω προσωπικών επιθέσεων, ιδεολογικών εμμονών και μιας ρητορικής που υποκαθιστά τα επιχειρήματα με χαρακτηρισμούς.

Στην ανακοίνωση που εξέδωσε, ο ΣΥΡΙΖΑ στοχοποιεί προσωπικά τους υπουργούς Άδωνι Γεωργιάδη και Θάνο Πλεύρη, τους αποδίδει χαρακτηρισμούς όπως «πατενταρισμένοι ακροδεξιοί» και «εξουσιομανείς», ενώ επιχειρεί να συνδέσει δηλώσεις τους με ένα υποτιθέμενο σχέδιο αποδόμησης των διεθνών θεσμών και επιστροφής της Ευρώπης σε σκοτεινές εποχές. Πρόκειται για μια δημιουργία φόβου, δραματοποίησης και πολιτικής υπερβολής, που περισσότερο θυμίζει προεκλογικό φυλλάδιο αγανακτισμένων, παρά υπεύθυνη ανακοίνωση κόμματος που φιλοδοξεί να κυβερνήσει.

Η εύκολη λύση της ταμπέλας «ακροδεξιά»

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η λέξη «ακροδεξιά» έχει πάψει προ πολλού να είναι πολιτικός όρος και έχει εξελιχθεί με κάθε διαφωνία, κάθε διαφορετική προσέγγιση, κάθε πολιτική επιλογή που δεν περνά από το φίλτρο της Κουμουνδούρου βαφτίζεται αυτομάτως «ακροδεξιά». Πρόκειται για μια πρακτική τόσο προβλέψιμη όσο και πολιτικά φτωχή, που δείχνει αδυναμία αντιπαράθεσης με πραγματικά επιχειρήματα. Όταν δεν μπορείς να αντικρούσεις θέσεις, στοχοποιείς πρόσωπα. Όταν δεν έχεις σχέδιο, επιστρατεύεις φόβο.

Η τακτική αυτή δεν είναι καινούργια. Είναι η ίδια που ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε σε όλη τη μεταμνημονιακή περίοδο, απλώς πλέον εφαρμόζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, καθώς το κόμμα μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας λόγος καταγγελτικός, φορτισμένος, αλλά απολύτως κενός πολιτικού περιεχομένου.

Από την πολιτική κριτική στις προσωπικές επιθέσεις

Αντί για τεκμηριωμένη πολιτική κριτική, η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τη συνειδητή διολίσθηση στην προσωπική στοχοποίηση. Οι αναφορές σε «εξουσιομανείς», «κωλοτούμπες» και «καρέκλες υπουργών» δεν προσθέτουν τίποτα στη δημόσια συζήτηση. Αντιθέτως, αποκαλύπτουν ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι καταγγέλλουν: την πολιτική ένδεια.

Η ουσία των δηλώσεων των υπουργών –είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί– δεν εξετάζεται ποτέ. Δεν γίνεται προσπάθεια ανάλυσης, δεν παρατίθεται αντίλογος, δεν παρουσιάζεται εναλλακτική πολιτική πρόταση. Υπάρχει μόνο ο χαρακτηρισμός. Και ο χαρακτηρισμός, όταν υποκαθιστά το επιχείρημα, λειτουργεί ως ομολογία αδυναμίας.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πράγματι πολιτική απάντηση για τα ζητήματα Υγείας, Μετανάστευσης ή διεθνούς δικαίου, θα την παρουσίαζε. Αντ’ αυτού, επιλέγει να μετατρέψει τον δημόσιο διάλογο σε καφενειακή αντιπαράθεση, επενδύοντας στη λάσπη και όχι στη σοβαρότητα.

Η ιδεολογική εμμονή με τους διεθνείς θεσμούς

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόλυτη και άκριτη προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους διεθνείς οργανισμούς και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Κάθε συζήτηση, κάθε προβληματισμός, κάθε κριτική απορρίπτεται συλλήβδην ως «ακροδεξιά στρατηγική». Λες και η Ευρώπη δεν έχει ποτέ αναστοχαστεί τον ρόλο των θεσμών της. Λες και δεν υπάρχουν θεμιτές πολιτικές διαφωνίες εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.

Η απόλυτη ταύτιση της πολιτικής κριτικής με τον δήθεν «αντιευρωπαϊσμό» θυμίζει περισσότερο δογματισμό παρά προοδευτική σκέψη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που κάποτε κατήγγειλε «γερμανική Ευρώπη» και «θεσμική λιτότητα», σήμερα εμφανίζεται ως ο αποκλειστικός θεματοφύλακας των διεθνών οργανισμών, αρκεί αυτό να εξυπηρετεί το αφήγημά του.

Η αντίφαση είναι προφανής. Και ακόμη πιο προφανής είναι η προσπάθεια να μετατραπεί κάθε πολιτική συζήτηση σε ηθικό δίλημμα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μονίμως στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» και όλοι οι υπόλοιποι στο σκοτάδι.

Η κατασκευή φόβου ως υποκατάστατο πολιτικής

Το αποκορύφωμα της ανακοίνωσης είναι η κινδυνολογία περί επιστροφής στον κόσμο των παγκόσμιων πολέμων, της καταπίεσης και της κατάργησης δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια ρητορική υπερβολή που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Κανένα πολιτικό επιχείρημα δεν στηρίζεται στη δραματοποίηση και τον φόβο – εκτός αν δεν υπάρχει επιχείρημα.

Η επίκληση ιστορικών τραυμάτων για εσωτερική πολιτική κατανάλωση δεν είναι ένδειξη ευθύνης. Είναι ένδειξη πανικού. Και ο πανικός αυτός αποκαλύπτει το πραγματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ: την αδυναμία του να αρθρώσει πειστικό, σύγχρονο και ρεαλιστικό πολιτικό λόγο.

Όταν όλα ανάγονται σε «ακροδεξιά απειλή», τότε τίποτα δεν είναι πραγματική απειλή. Και όταν όλα παρουσιάζονται ως ιστορικός κίνδυνος, η κοινωνία απλώς κουράζεται και γυρίζει την πλάτη.

Το αφήγημα της «Ακροδεξιάς» ως πολιτικό άλλοθι

Η συνεχής επίκληση της «ακροδεξιάς» λειτουργεί για τον ΣΥΡΙΖΑ ως βολικό πολιτικό άλλοθι. Αντί να αναμετρηθεί με τα δικά του αδιέξοδα, τις αντιφάσεις του και την κυβερνητική του θητεία που άφησε βαθιά σημάδια, επιλέγει να δείχνει με το δάχτυλο τους άλλους.

Όποιος δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ, είναι λίγο ή πολύ «επικίνδυνος». Όποιος διαφωνεί, είναι «αντιδημοκρατικός». Όποιος ασκεί εξουσία, είναι «εξουσιομανής». Πρόκειται για μια απλουστευτική λογική που δεν πείθει ούτε τους ίδιους τους ψηφοφόρους του κόμματος.

Και όσο το αφήγημα αυτό επαναλαμβάνεται μηχανικά, τόσο απογυμνώνεται από περιεχόμενο. Η κοινωνία δεν αναζητά ταμπέλες. Αναζητά λύσεις, σοβαρότητα και πολιτική ευθύνη.

Η σιωπή των επιχειρημάτων, ο θόρυβος των χαρακτηρισμών

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δεν είναι οι χαρακτηρισμοί καθαυτοί, αλλά το τι λείπει από την ανακοίνωση: συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει τι θα έκανε διαφορετικά. Δεν παρουσιάζει σχέδιο για την Υγεία, τη Μετανάστευση ή τη διεθνή θέση της χώρας. Δεν εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας σήμερα.

Αντί γι’ αυτά, επενδύει σε έναν θορυβώδη λόγο καταγγελίας, που απευθύνεται περισσότερο σε ένα σκληρό κομματικό ακροατήριο παρά στην κοινωνική πλειοψηφία. Έναν λόγο που δεν ενώνει, δεν πείθει και, τελικά, δεν παράγει πολιτική.

Όταν η αντιπολίτευση χάνει τον ρόλο της

Η αντιπολίτευση είναι αναγκαία για τη δημοκρατία. Όχι όμως όταν περιορίζεται σε προσωπικές επιθέσεις, ιδεολογικές εμμονές και κατασκευή εχθρών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει ξεχάσει ότι ο ρόλος του δεν είναι να φωνάζει πιο δυνατά, αλλά να προτείνει καλύτερα.

Η κυβέρνηση κρίνεται καθημερινά από την κοινωνία. Αλλά και η αντιπολίτευση κρίνεται – και μάλιστα αυστηρά. Και όταν επιλέγει τον δρόμο της εύκολης καταγγελίας και της ιδεολογικής ταμπέλας, απλώς επιβεβαιώνει γιατί δυσκολεύεται να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το πολιτικό αδιέξοδο πίσω από την ένταση

Όσο πιο έντονος γίνεται ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο πιο καθαρά φαίνεται το πολιτικό του αδιέξοδο. Η απουσία στρατηγικής μεταμφιέζεται σε ηθική υπεροχή. Η έλλειψη προτάσεων καλύπτεται με κραυγές. Και η αδυναμία πειθούς αντικαθίσταται από χαρακτηρισμούς.

Αν κάτι αποδεικνύει η συγκεκριμένη ανακοίνωση, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται σε τροχιά ανασυγκρότησης, αλλά σε τροχιά εσωστρέφειας και ιδεολογικής σκλήρυνσης. Και αυτό, όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει πίσω από τον μανδύα της «προοδευτικότητας», το αντιλαμβάνεται πλέον και η κοινωνία.

Όταν η πολιτική γίνεται καρικατούρα

Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδομεί την κυβέρνηση. Αποδομεί τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Δείχνει ένα κόμμα εγκλωβισμένο στις εμμονές του, ανίκανο να αρθρώσει σύγχρονο πολιτικό λόγο και πρόθυμο να θυσιάσει τη σοβαρότητα στον βωμό της ιδεολογικής καταγγελίας.

Η πολιτική, όμως, δεν κρίνεται στις ταμπέλες. Κρίνεται στις πράξεις, στις προτάσεις και στην αξιοπιστία. Και σε αυτό το πεδίο, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τον δρόμο της εύκολης «ακροδεξιάς», τόσο θα απομακρύνεται από τον ρόλο της υπεύθυνης αντιπολίτευσης.