«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή, τι να καταλάβουμε οι φτωχοί…», πάλι το τραγούδι μπαίνει από μόνο του στο πικάπ του ρετιρέ της μόνιμης κινητής κατοικίας μας, που μας περιφέρει αγόγγυστα. Ο δρόμος, πεζόδρομος τώρα, ήταν η Καλαμιώτου ή η Αγίου Μάρκου, δεν είμαι σίγουρος λόγω θολούρας, αφηρημάδας και λίγο μιας θλίψης, κι όπως όλα τα γύρω δρομάκια ανάμεσα Μητροπόλεως, Αιόλου, Ερμού, Αγίας Ειρήνης, Κολοκοτρώνη και Πραξιτέλους τα έχω οργώσει χιλιάδες φορές από πολύ μικρός, προτού πάω σχολείο.
Γράφει ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ
Με τραβολόγαγε η Κατίνα ψάχνοντας ρετάλια υφασμάτων, μαλλιά και νήματα για πλέξιμο, φόδρες, κλωστές –Ντεμισέ ή Πεταλούδα–, φόντια, πατρόν, κορδονάκια, κουμπιά κι άλλα φτηνιάρικα σκατολοΐδια για να ράβει τα κοντά παντελονάκια μου, ρουχαλάκια γενικώς, κουρτινάκια, καμιά ρόμπα κι ό,τι άλλο της ερχότανε, γιατί πού να αγοράσει απ’ τα έτοιμα, τα καινούργια.
«Ελα, ρε μαμά, τέλειωνε», της γκρίνιαζα συνήθως έτσι που με ξεποδάριαζε, «άντε, πάμε να κάτσουμε με τον θείο στο καφενεδάκι». Ήταν πίσω απ’ το εμπορικό του Κωνσταντάτου στην Ερμού, σ’ ένα μικρό περίκλειστο πλατειάκι δίπλα στη Ρόμβης, που μας κέρναγε πορτοκαλάδα ο θείος ο Γιάννης, που δούλευε εκεί.
Μάζευα και τα καπάκια από εκείνες τις πορτοκαλάδες και τις λεμονάδες, μάλιστα κάπου τα έχω ακόμα, θα ’ναι και πολύ σπάνια γιατί οι μάρκες τους σήμερα δεν υπάρχουν! Όπως δεν υπάρχουν και οι μάρκες των αυτοκινήτων – μπορώ να σας αραδιάσω πολλές, που ούτε θα τις έχετε ξανακούσει.
Είναι σαν να ξαναβλέπω τώρα ένα παλιό ντοκιμαντέρ… Δεν σας νοιάζουν όλα αυτά βέβαια, αλλά νοιάζουν εμένα και τα σκέφτομαι γιατί όπως αλλού-ντ-αλλού είναι το εν λόγω ντοκιμαντέρ, έτσι είναι κι αυτή η πόλη σήμερα.
Περπατάς εκεί, μισόν αιώνα και βάλε μετά, και τίποτα δεν είναι ίδιο, ούτε καν μοιάζει. Ολα διαφορετικά, αγνώριστα, άνθρωποι, μαγαζιά, φώτα, αυτοκίνητα, καφενεία, όλα. Το μόνο που μου θυμίζει εκείνα τα χρόνια είναι οι μυρωδιές από κεριά και λιβάνια –με την καλή έννοια–, γιατί η Μεγάλη Εβδομάδα πάντα έτσι μυρίζει. Ιδίως έξω από τα μικρά παλιά εκκλησάκια…
Τότε, κάθε Μεγαλοβδόμαδο ακούγαμε στο ραδιόφωνο ή και στις εκκλησίες καμιά φορά, όλα τα τροπάρια από Μεγάλη Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, το «Αι Γενεαί, Πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου… Ω, Γλυκύ μου Εαρ, Γλυκύτατό μου Τέκνον, πού έδυ Σου το κάλλος…».
Αυτά τα αιωνόβια αριστουργήματα που, ακόμα κι αν δεν είσαι θρησκευόμενος, σε κάνουν να ριγείς και να υπερίπτασαι. Οι μεγαλύτεροι μας διάβαζαν ή αργότερα διαβάζαμε και μόνοι μας πασχαλιάτικες ιστορίες, περιμένοντας τη Μεγάλη Παρασκευή και τον Επιτάφιο.
Η Πασχαλιά ήταν πάντα μια Μεγάλη Άνοιξη. Ήταν η άνοιξη της ζωής, το τέλος κάθε χειμώνα και ένα μυστήριο που συνέβαινε μέσα μας, που μας έδινε δύναμη, μας αναστάτωνε. Κι ακόμα, μερικούς από μας, κάπως έτσι μας κάνει να νιώθουμε παρόλο που όλα τριγύρω αλλάξανε και, ενώ άλλα λέει το τραγούδι, τίποτα δεν μένει το ίδιο.
Μόνο που τώρα δεν είμαστε παιδιά, και κάπου αναρωτιέσαι αν τα σημερινά παιδιά είναι μακριά απ’ αυτήν τη μυσταγωγία, αφού και οι μεγαλύτεροι δείχνουν αλλιώς. Είναι, όμως;
Βαδίζοντας σήμερα στους ίδιους δρόμους δεν μπορείς παρά να σκέφτεσαι συνεχώς και να συγκρίνεις εικόνες, συναισθήματα, τόπους και τρόπους. Να ανακαλείς αγαπημένες φωνές που δεν ακούς πια, εδώ και χρόνια, και να σε συνεπαίρνουν συχνά αναμνήσεις νοσταλγίας και θλίψης, ανάμικτες με μια αίσθηση ευφορίας, χαράς και αισιοδοξίας ότι τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν χάθηκε, όλα γίνονται καλύτερα και πως η Ανάσταση δεν είναι μόνο ένα ωραίο παραμύθι.
Αγαπάμε πολύ τα παραμύθια, έτσι κι αλλιώς, αλλά όταν γίνονται αληθινά είναι ακόμα καλύτερα.