Η συζήτηση για τον εμβολιασμό ως μέσο αντιμετώπισης της ευλογιάς στα πρόβατα επανέρχεται με ένταση, καθώς η επιζωοτία συνεχίζει να πλήττει την ελληνική κτηνοτροφία. Από τις 20 Αυγούστου 2024 που πρωτοεμφανίσθηκε η νόσος έως σήμερα, έχουν θανατωθεί περισσότερα από 275.000 αιγοπρόβατα, αφήνοντας πίσω τους μια αλυσίδα απωλειών για παραγωγούς και καταναλωτές. Ωστόσο, η επιλογή του εμβολιασμού δεν αποτελεί ούτε επιστημονικά τεκμηριωμένη, ούτε εμπορικά βιώσιμη λύση. Αντιθέτως, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την εξαγωγική ναυαρχίδα της χώρας: τη φέτα ΠΟΠ, αλλά και το σύνολο της αιγοπροβατοτροφίας.
Επτά λόγοι κατά του εμβολιασμού
- Απώλεια του καθεστώτος «ελεύθερης χώρας από ευλογιά»
Η Ελλάδα, μέχρι σήμερα, παραμένει σε καθεστώς «καθαρής χώρας». Ο εμβολιασμός θα ανατρέψει αυτή την ισορροπία, οδηγώντας σε αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές. Η αποκατάσταση του «ελεύθερου» καθεστώτος απαιτεί 8–10 χρόνια, διάστημα που καμία οικονομία δεν μπορεί να αντέξει. - Άμεσο πλήγμα στις εξαγωγές
Η φέτα, προϊόν ΠΟΠ με αξία 1 δισ. ευρώ ετησίως, κινδυνεύει να χάσει αγορές-κλειδιά. Το 2024 οι εξαγωγές ανήλθαν σε 785 εκατ ευρώ. Ήδη η Σερβία έχει απαγορεύσει την εισαγωγή αιγοπροβατοτροφικών προϊόντων από την Ελλάδα λόγω της επιζωοτίας. Με τον εμβολιασμό, χώρες που δεν αναγνωρίζουν την αρχή της «περιφερειοποίησης» θα κλείσουν την πόρτα στα ελληνικά προϊόντα. - Αναξιοπιστία των εμβολίων
Τα διαθέσιμα εμβόλια δεν είναι εγκεκριμένα από την Ε.Ε., προέρχονται από χώρες όπως η Τουρκία, Πακιστάν και η Ινδία, και βασίζονται σε παλιά στελέχη του ιού. Η αποτελεσματικότητά τους αμφισβητείται από την επιστημονική κοινότητα. Καμία επιστημονική τεκμηρίωση δεν υπάρχει για τις ποσότητες και τις δόσεις που πρέπει να χορηγηθούν. - Απουσία τεστ διαφοροποίησης (DIVA)
Δεν υπάρχει δυνατότητα διάκρισης αν ένα ζώο έχει αντισώματα λόγω νόσησης ή λόγω εμβολιασμού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε θετικό δείγμα θα οδηγεί σε σφαγή ολόκληρου κοπαδιού, ακόμα κι αν τα ζώα είναι εμβολιασμένα. - Το εμβόλιο δεν υποκαθιστά τα μέτρα εκρίζωσης
Θανατώσεις, απολυμάνσεις, περιορισμοί μετακινήσεων, δειγματοληψίες και εργαστηριακοί έλεγχοι παραμένουν αναπόφευκτα. Ο εμβολιασμός απλώς προσθέτει γραφειοκρατία και σύγχυση, χωρίς να αναιρεί την υφιστάμενη στρατηγική. - Υψηλές απαιτήσεις σε κάλυψη και πόρους
Για να θεωρηθεί αποτελεσματικός, ο εμβολιασμός θα έπρεπε να καλύψει τουλάχιστον το 75% του πληθυσμού αιγοπροβάτων. Αυτό σημαίνει εκατομμύρια δόσεις, τεράστιο κόστος και επιπλέον ανθρώπινους πόρους που δεν υπάρχουν. - Αποτυχία σε τρίτες χώρες
Η Τουρκία εφαρμόζει εμβολιασμούς εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Το αποτέλεσμα; Η ευλογιά παραμένει ενδημική, με μόνιμες ζημιές στην κτηνοτροφία της. Το ίδιο θα συμβεί και στην Ελλάδα, μετατρέποντας μια κρίση διαχείρισης σε μόνιμη πληγή.
Επιστημονικές θέσεις
Ο αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας Μηρυκαστικών του ΑΠΘ, Μανώλης Καλαϊτζάκης, τονίζει:
«Ο εμβολιασμός δεν είναι μαγική λύση. Αντιθέτως, οδηγεί σε αποκλεισμό περιοχών, περιορισμό μετακίνησης ζώων και προϊόντων, και απώλεια εξαγωγών. Τα εμβολιασμένα ζώα συνεχίζουν να μεταδίδουν τον ιό και δεν μπορούν να διακριθούν από τα ανεμβολίαστα. Σε καμία χώρα δεν έχει εξαλειφθεί η ευλογιά μέσω εμβολιασμού». Ο καθηγητής επισήμανε ότι η έναρξη ενός προγράμματος εμβολιασμού θα σήμαινε άμεσο γεωγραφικό αποκλεισμό περιοχών, περιορισμό μετακίνησης ζώων και προϊόντων, παστερίωση εντός των ζωνών και ουσιαστική απώλεια του δικαιώματος εξαγωγών. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Θα χτίσουμε Τείχος Βερολίνου. Δεν θα βγαίνει τίποτα. Οι κτηνοτρόφοι δεν θα μπορούν να πουλήσουν ούτε γάλα ούτε σφάγια».
Ο κ. Καλαϊτζάκης ξεκαθάρισε ότι τα εμβολιασμένα ζώα συνεχίζουν να μεταδίδουν τον ιό, δεν μπορούν να διακριθούν εύκολα από τα ανεμβολίαστα, και σε καμία χώρα δεν έχει επιτευχθεί εξάλειψη της ευλογιάς μέσω εμβολιασμού. «Μακάρι να υπήρχε ένα καλό εμβόλιο, θα το συζητούσαμε αλλιώς», τόνισε, υπογραμμίζοντας πως ο κίνδυνος για το ελληνικό γάλα και τη φέτα είναι πολύ μεγάλος.
Αντίστοιχη είναι και η θέση του καθηγητή Γεωργίου Αρσένου, Διευθυντή Εργαστηρίου Ζωικής Παραγωγής & Προστασίας Περιβάλλοντος του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας ο οποίος δημοσίως έχει εκφράσει την άποψη ότι «Δεν υπάρχει εμβόλιο για την ευλογιά. Υπάρχει σε πειραματικό στάδιο στην Αφρική, χωρίς αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα». Μάλιστα, σε τοποθέτησή του σε ερώτημα που του έθεσε ο Πανελλήνιος Κτηνιατρικός Σύλλογος. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Θα ήθελα να εκφράσω την πλήρη αντίθεσή μου διότι η εφαρμογή εμβολιασμού θα είναι καταστροφικό μέτρο. Ο εμβολιασμός, δεν μπορεί να τίθεται ως λύση επειδή ουσιαστικά δεν έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες στην έναρξη της επιζωοτίας και ουσιαστικά αφέθηκε η κατάσταση να εξελιχθεί σε επικίνδυνη κλίμακα. Ο εμβολιασμός των ζώων θα καταστήσει την ευλογιά ενδημική στο σύνολο της χώρας (όπως έγινε και με τη Βρουκέλλα) με συνέπειες που θα επηρεάσουν τους κτηνοτρόφους και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο κλάδο αυτό.
Ο κ. Αρσένος επισημαίνει ότι «τα μέτρα Βιοασφάλειας δεν μπορεί να είναι θεωρητικές προσεγγίσεις και εκθέσεις ιδεών. Θα πρέπει να δίνονται συγκεκριμένα πρωτόκολλα και εφαρμοστικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, στις ζώνες επιτήρησης έπρεπε να έχουν οριστεί υποχρεωτικά οδοί (πύλες) εισόδου και εξόδου σε συγκεκριμένα σημεία όπου θα είχαν κατασκευαστεί απολυμαντικά τροχόλουτρα και αψίδες απολύμανσης όλων των παραπάνω οχημάτων και διαρκής έλεγχος της αυστηρής τήρησης των πρωτοκόλλων. Για κάθε νέα εστία έπρεπε να γίνεται διεξοδική ιχνηλάτιση». Και καταλήγει:
«Συμπερασματικά, σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει μια ρεαλιστική προσέγγιση και ειλικρινής διάθεση από όλους τους εμπλεκόμενους για έλεγχο της ευλογιάς αλλά και κάθε πιθανής επιζωοτίας χωρίς λαϊκισμούς, ημίμετρα και αποποίηση ευθυνών».
Ο Καθηγητής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων του Τμήματος Κτηνιατρικής του ΑΠΘ Σπύρος Κρήτας, σε άρθρο του για το ζήτημα του εμβολιασμού, στην ιστοσελίδα του Πανελλήνιου Κτηνιατρικού Συλλόγου, είναι ξεκάθαρος:
«Τα υπάρχοντα εμβόλια (κανένα εγκεκριμένο εντός της ΕΕ) είτε δεν είναι αποτελεσματικά μην παρέχοντας προστασία για όλα τα στελέχη του ιού, ή ο ίδιος ο εμβολιακός ιός μπορεί να μεταδοθεί σε άλλα ζώα. Επίσης αν χρησιμοποιηθούν σε κάποια ζώα, παρά την κάποια προστασία που θα παρέχουν, δεν θα μπορέσει κάποιος να ξεχωρίσει με εξετάσεις αν ο ιός που τα πρόσβαλε είναι ο λοιμογόνος ή ο εμβολιακός προκαλώντας προβλήματα στη διακίνηση/ εμπόριο ζώων και προϊόντων τους σε άλλες χώρες. Επιπλέον οι μελέτες αποτελεσματικότητας εμβολίων στην πράξη είναι ελάχιστες και μη ορθά τεκμηριωμένες (EFSA Journal 2014 pp61-67).
Ας σημειωθεί ότι ΣΗΜΕΡΑ τα μέτρα βιοασφάλειας στις εκτροφές των αιγοπροβάτων δεν εφαρμόζονται ούτε κατ' ελάχιστον από τους εκτροφείς αλλά και από τους άλλους επαγγελματίες», σημειώνει ο καθηγητής.
Για την περίπτωση του εμβολιασμού, όπως αναφέρει ότι «το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την χρήση εμβολίων ή ακόμα και την παρουσία μόλυνσης στη χώρα μας θα είναι:
"Αν θα δέχονται οι αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και εκτός αυτής (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία κλπ) τα αιγοπρόβεια προϊόντα μας (φέτα, γιαούρτι, κασέρια κλπ) όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται σε κατάσταση ενζωοτίας, δηλαδή τα ζώα θα είναι οροθετικά (δεν θα γνωρίζει κάποιος με τα τεστ που υπάρχουν αν είναι προσβεβλημένα ανεμβολίαστα, προσβεβλημένα εμβολιασμένα ή υγιή εμβολιασμένα)". Μέχρι σήμερα, τα προϊόντα που εξάγονται προέρχονται από οροαρνητικά ζώα δηλαδή υγιή ανεμβολίαστα.
Αν δεν μπορεί να μας διασφαλίσει κάποιος (π.χ. γραπτές συμβάσεις εντός και εκτός της ΕΕ), ότι οι αγορές αυτές θα συνεχίσουν θα δέχονται τα προϊόντα αυτά με το νέο καθεστώς (δηλ. εμβολιασμού ή μόλυνσης), υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
Τότε οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι Αρχές θα πρέπει να βάλουν τα ποσά στο χαρτί και να υπολογίσουν τι μας συμφέρει ως κράτος; Από τη μια μεριά θα χάσουμε τουλάχιστον για μια δεκαετία την αγορά της "φέτας" του 1,2 δισεκατομμ. ευρώ / έτος (και επιπλέον τις θέσεις εργασίας σε όλα τα επίπεδα π.χ. εκτροφή, μεταφορά, κατεργασία προϊόντων, συνολικά 12 δισεκατομμ. ευρώ) σε όλη την επικράτεια με αμφιβολία αν ποτέ την επανακτήσουμε. Και από την άλλη μεριά, θα κερδίσουμε το κόστος θανάτωσης των ζώων των εκτροφών από την αρχή της εμφάνισης της νόσου, οι οποίες θα επανασυσταθούν σε 6 μήνες εφόσον οι επαγγελματίες γίνουν προσεκτικοί για τα μέτρα βιοασφάλειας.
Επομένως, είναι πολύ εύκολο κάποιος -ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση- με τα λόγια εκ του ασφαλούς να προτείνει να γίνονται εμβολιασμοί, χωρίς όμως να υπολογίσει την ζημιά που θα γίνει σε όλους τους εκτροφείς σε όλη την ελληνική επικράτεια σε βάθος χρόνου.
Ας σημειωθεί εδώ ότι τέτοιου είδους πρακτικές (εμβολιασμοί) επιτρέπονται μόνο σε φτωχές αναπτυσσόμενες και πυκνοκατοικημένες χώρες επειδή δεν έχουν εναλλακτικές πηγές ζωικής πρωτείνης για επιβίωση, ενώ αυτές οι χώρες δεν έχουν εμπόριο σχετικών προϊόντων με αναπτυγμένες χώρες. Στα σουπερμάρκετ της Γαλλίας, του Η.Β., του Καναδά κλπ εγώ έχω δει τυρί φέτα ή γιαούρτι, όμως δεν έχω δει ποτέ ανάλογα προϊόντα από την Τουρκία, την Ινδία ή το Ιράκ!».
Η στρατηγική της εκρίζωσης, ο μόνος δρόμος
Το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο (Κανονισμός Ε.Ε. 2020/687) είναι σαφές: σε περίπτωση επιζωοτίας, προβλέπονται θανάτωση και καταστροφή των μολυσμένων εκτροφών. Ο εμβολιασμός δεν αποτελεί μέρος της στρατηγικής εκρίζωσης.
Η διατήρηση του καθεστώτος «ελεύθερης χώρας» είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής. Η φέτα δεν είναι απλώς ένα τυρί. Είναι το πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό προϊόν διεθνώς, με τεράστιο οικονομικό και πολιτισμικό αποτύπωμα. Η απώλεια αγορών για μια δεκαετία θα αποτελέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Ελλάδα: Όχι πειραματόζωο της Ε.Ε.
Σε καμία χώρα της Ε.Ε. δεν έχει εφαρμοστεί εμβολιασμός για την ευλογιά. Γιατί, λοιπόν, να γίνει η Ελλάδα το «πειραματόζωο»;
Η απάντηση είναι σαφής: δεν πρέπει. Το ρίσκο είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από το όφελος. Ο εμβολιασμός θα ήταν μια βεβιασμένη πολιτική επιλογή με τεράστιο κόστος για τους κτηνοτρόφους, την οικονομία και τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Η άποψη που εκφράζουν στελέχη του ΥΠΑΑΤ -υπηρεσιακά και πολιτικά- είναι κοινή και ξεκάθαρη: «Η μάχη κατά της ευλογιάς απαιτεί ψυχραιμία, επιστημονική τεκμηρίωση και στρατηγική διορατικότητα. Ο εμβολιασμός δεν είναι λύση· είναι παγίδα. Η Ελλάδα δεν πρέπει να θυσιάσει τη φέτα και την κτηνοτροφία της σε ένα αμφίβολο πείραμα. Ο μόνος ασφαλής δρόμος είναι η συνέχιση της στρατηγικής εκρίζωσης, με αυστηρή τήρηση των μέτρων και αποφασιστική στήριξη των παραγωγών».