Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποιεί ότι η κλιματική αλλαγή τείνει να μετατραπεί σε συστημική απειλή για την Ελλάδα. Τονίζει την ανάγκη άμεσων επενδύσεων στην ανθεκτικότητα, στις υποδομές και στις κατασκευές, προκειμένου να προστατευθούν πολίτες, επιχειρήσεις και η οικονομία. Οι πράσινες επενδύσεις και η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελούν κλειδί για βιώσιμη ανάπτυξη και προσαρμογή στις μελλοντικές προκλήσεις.
Η κλιματική αλλαγή, παρότι ίσως δεν συνιστά ακόμη συστημική απειλή, «τείνει να γίνει», εφόσον δεν ληφθούν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα για τη μετάβαση και την προσαρμογή. Αυτό τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας από το βήμα του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου του ΤΜΕΔΕ με τίτλο: «Redefining the Future Horizons: Σχεδιάζοντας τις βιώσιμες στρατηγικές του αύριο», το οποίο πραγματοποιείται στο κτίριο του Συλλόγου Υπαλλήλων Τράπεζας Ελλάδος, επί της οδού Σίνα 16, στην Αθήνα. Η διοργάνωση τελεί υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας την υψηλή θεσμική σημασία και το αναβαθμισμένο επίπεδο διαλόγου, που προωθεί το ΤΜΕΔΕ στο κρίσιμο πεδίο της βιώσιμης ανάπτυξης. Μάλιστα χαρακτήρισε «θαύμα» όσα έχουμε πετύχει μέχρι σήμερα στην ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι οι φυσικές καταστροφές, όπως η κακοκαιρία «Daniel» στη Θεσσαλία, δεν πλήττουν μόνο νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και το τραπεζικό σύστημα, μέσω της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο ευρωπαϊκός Νότος, και ιδιαίτερα η λεκάνη της Μεσογείου, αντιμετωπίζει δυσανάλογα υψηλό κλιματικό κίνδυνο, όπως καταδεικνύουν όλες οι σχετικές μελέτες.
Να καλυφθεί το επενδυτικό κενό
Σε ό,τι αφορά τις απαιτούμενες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση, ο διοικητής είπε ότι μόνο για την ενεργειακή μετάβαση - ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποθήκευση και δίκτυα - η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται πρόσθετες επενδύσεις της τάξης του 3-3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2030, δηλαδή περίπου 500-550 δισ. ευρώ τον χρόνο. Υπογράμμισε ότι το υφιστάμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο (συμπεριλαμβανομένου του RRF) έχει συμβάλει σημαντικά μέχρι σήμερα. Ωστόσο, όπως είπε, από εδώ και στο εξής «είναι αναγκαία η ουσιαστική κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα», μεταξύ άλλων μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ώστε να καλυφθεί το επενδυτικό κενό.
Αναφερόμενος στον ρόλο των κεντρικών τραπεζών, ο διοικητής τόνισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που δημιούργησαν ειδική μονάδα -σήμερα διεύθυνση- για την κλιματική αλλαγή. Η κλιματική διάσταση έχει ενσωματωθεί στη στρατηγική, στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη και την απασχόληση, καθώς και στα εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Στο εποπτικό επίπεδο, διενεργούνται κλιματικά stress tests και διαμορφώνονται σαφείς εποπτικές προσδοκίες ώστε τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια να λαμβάνουν υπόψη τους τόσο τους φυσικούς κινδύνους όσο και τους κινδύνους μετάβασης.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι οι επενδύσεις στην προσαρμογή και την ανθεκτικότητα έχουν «τριπλό μέρισμα» για την κοινωνία: Προστατεύουν τους πολίτες και τις υποδομές από ακραία φαινόμενα, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και οικονομική δραστηριότητα, ενισχύουν την κοινωνική συνειδητοποίηση και ετοιμότητα απέναντι στην κλιματική κρίση.
Η χώρα έχει διανύσει τεράστια απόσταση από την περίοδο της κρίσης
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον κατασκευαστικό κλάδο, για τον οποίο ο διοικητής τόνισε ότι έχει «πρώτο λόγο» στην προσαρμογή και την ανθεκτικότητα, μέσα από νέα, ανθεκτικά υλικά, έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, λύσεις αστικής προσαρμογής (σκίαση, ψυχρά υλικά κ.λπ.), υπογραμμίζοντας πως «όλα περνούν μέσα από τις κατασκευές».
Σε σχέση με την ασφάλιση φυσικών καταστροφών, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι το ασφαλιστικό κενό στην Ελλάδα παραμένει πολύ μεγάλο, καθώς στην Ευρώπη ασφαλίζεται περίπου το 25% των ζημιών από φυσικές καταστροφές, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο φθάνοντας μόλις στο 4%. Τόνισε ότι τίποτε δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στο κράτος ή μόνο στην αγορά και ότι απαιτούνται συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και μεγαλύτερη κουλτούρα αποταμίευσης και ασφάλισης από πλευράς πολιτών και επιχειρήσεων.
Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφέροντας ότι είναι «θαύμα» όσα έχουμε πετύχει μέχρι σήμερα στην ανάπτυξη στην Ελλάδα, σημείωσε πως παρά το γεγονός ότι πολλοί πολίτες εξακολουθούν να δυσκολεύονται, η χώρα έχει διανύσει τεράστια απόσταση από την περίοδο της κρίσης, όταν τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικό) έφτασαν στο 15% του ΑΕΠ. Το επίπεδο ευημερίας του 2009 ήταν σε μεγάλο βαθμό «πλαστό», καθώς στηριζόταν σε μη βιώσιμες ανισορροπίες. Σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει ανέβει από το 62% του μέσου ευρωπαϊκού όρου (2020) στο 70% σήμερα, βελτιούμενο με ρυθμό 1%-1,5% ετησίως.
Οι μοχλοί της ανάπτυξης
Ως βασικούς μοχλούς ανάπτυξης ο κ. Στουρνάρας τόνισε τις επενδύσεις, οι οποίες έχουν αυξηθεί από περίπου 11% του ΑΕΠ το 2019 στο 17% σήμερα και τις μεταρρυθμίσεις, ιδίως σε τομείς όπως η μείωση της γραφειοκρατίας, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, η αντιμετώπιση του δημογραφικού και η γεφύρωση του χάσματος δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Για τον πληθωρισμό, ο διοικητής ανέφερε ότι η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την Ευρωζώνη, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης, η οποία ενισχύεται από τον πολύ ισχυρό τουρισμό (40 εκατ. επισκέπτες σε χώρα 10 εκατ. κατοίκων) και ανεπαρκούς ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές, που επιτρέπει στις τιμές να παραμένουν υψηλές ακόμη και όταν υποχωρούν οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών.
Επανέλαβε δε, ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η είσοδος περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά είναι κρίσιμος παράγοντας για τη συγκράτηση των τιμών.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής σταθερότητας, επισημαίνοντας ότι αυτή επέτρεψε στις κυβερνήσεις να λάβουν δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις, οδηγώντας τη χώρα εκτός κρίσης. Τόνισε ότι πρέπει να αποφευχθεί ένα περιβάλλον παρατεταμένης αστάθειας, όπως αυτό που παρατηρείται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τόσο την οικονομική πρόοδο όσο και την ικανότητα αντιμετώπισης των μεγάλων προκλήσεων, με πρώτη την κλιματική αλλαγή.
