Η Γερμανία περιμένει πολλά από τη νέα κυβέρνησή της. Όχι επειδή η νέα ηγεσία έχει καταφέρει να πείσει για τις ικανότητές της. Ούτε επειδή η προηγούμενη ήταν αποτυχημένη. Αλλά επειδή έπειτα από τα 16 χρόνια της «εποχής Μέρκελ», περίοδο εμπέδωσης της σταθερότητας της Γερμανίας και του ηγετικού ρόλου της, η χώρα χρειάζεται δυναμική επανεκκίνηση, αν θέλει να διατηρήσει τη θέση της. Οι προκλήσεις που έχει μπροστά της η τρικομματική κυβέρνηση – η πρώτη έπειτα από 72 χρόνια – είναι αν μη τι αλλο ανάλογες με τις προσδοκίες που δημιούργησε με το περιεχόμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας της.

Κατά την παρουσίαση της Συμφωνίας, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων (FDP) και κατά πάσα πιθανότητα επόμενος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, αναφερόμενος σε κάποια από τα σημεία της κυβερνητικής πολιτικής των επόμενων ετών, έκανε λόγο για μια «τεράστια απαίτηση» από τη χώρα και την κυβέρνηση. Είναι βέβαιο ότι το εννοούσε θετικά, έπλεξε άλλωστε το εγκώμιο του «ισχυρού» επόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι επιχείρησαν να δώσουν την εικόνα μιας ομάδας όχι μόνο με συνοχή, αλλά και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι νέοι εταίροι, όταν μιλούν για επίδομα του πολίτη, βασικό επίδομα παιδιού, ή κεφαλαιοποιημένη σύνταξη, μάλλον εννοούν πολύ διαφορετικά πράγματα ο ένας από τον άλλον.

Με την Προγραμματική Συμφωνία τους, τα τρία κόμματα βάζουν θεωρητικά τη χώρα σε τροχιά περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου, ενώ ταυτόχρονα αναγγέλλουν πως 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα δουν αύξηση στον μισθό τους και οι επιχειρηματίες μεγάλες απαλλαγές στη φορολογία τους. Δεσμεύονται να μην επιβάλουν νέους φόρους και να αυξήσουν τον κατώτερο μισθό στα 12 ευρώ/ώρα. Πριν όμως από όλα αυτά, προτού η νέα κυβέρνηση βάλει μπροστά την πραγμάτωση της θετικής της ατζέντας, πρέπει να περάσει το «βουνό» που λέγεται πανδημία, το οποίο δεν χωράει περιόδους χάριτος ή αβρότητες μεταξύ εταίρων.

Στο πεδίο αυτό, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός κινδυνεύει να αποτύχει ήδη προτού αναλάβει καν την εξουσία. Την περασμένη Τρίτη, η απερχόμενη καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ κάλεσε τα κόμματα να εγκρίνουν γενικό lockdown δύο εβδομάδων, υπό το βάρος των σχεδόν καθημερινών ρεκόρ κρουσμάτων και της ζοφερής κατάστασης στα νοσοκομεία που πιέζονται. Ο «φωτεινός σηματοδότης» όμως αρνήθηκε, προτιμώντας να αφήσει την «καυτή πατάτα» για αργότερα. Όλα όσα γράφονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα «δεν θα αξίζουν τίποτα, αν τα Χριστούγεννα εορταστούν σε lockdown και με χιλιάδες νεκρούς», συνοψίζει η Süddeutsche Zeitung, αναφερόμενη εμμέσως στις διαφορετικές απόψεις των κυβερνητικών εταίρων στο θέμα π.χ. του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά της Covid-19.

Το FDP πλησίασε προεκλογικά επικίνδυνα πολύ τις απόψεις των αρνητών στο θέμα της αντιμετώπισης της πανδημίας – κατά των περιορισμών, κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Η ώρα της αλήθειας όμως έρχεται σύντομα για όλους και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η SZ, «η υπομονή είναι πλέον σπάνιο αγαθό».

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στο τεύχος του περιοδικού Der Spiegel που κυκλοφορεί σήμερα Σάββατο, ο Κρίστιαν Λίντνερ επαναλαμβάνει ότι η υποχρεωτικότητα «αποτελεί παρέμβαση στην ελευθερία του ατόμου για αυτοπροσδιορισμό», αφήνει όμως ταυτόχρονα να εννοηθεί πως δεν αποκλείεται να αλλάξει στάση, καθώς συμπληρώνει πως «ελευθερία δεν σημαίνει απουσία ορίων». Παραμένει ωστόσο απόλυτος για το ενδεχόμενο νέου lockdown, τονίζοντας ότι «είναι νωπές οι μνήμες από την κοινωνική και οικονομική ζημιά που προκλήθηκε».

«Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», γράφει ο γιατρός – αναλυτής Βέρνερ Μπάρτενς στη Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ. Διαπιστώνει «τεράστιο χάσμα μεταξύ της γενικής προσδοκίας για τη νέα κυβέρνηση και των μέτρων που πραγματικά ανακοινώθηκαν» για την αντιμετώπιση της πανδημίας. «Οι αποφάσεις που ελήφθησαν είναι σαν να ανακοινώνεται μετά από πλημμύρες ότι θα προσληφθούν περισσότεροι εκπαιδευτές κολύμβησης και θα μοιραστούν μερικά σωσίβια», συνεχίζει, στηλιτεύοντας ειδικά τη δυσφορία του αρχηγού του FDP όταν πρόκειται για τη λήψη μέτρων. «Ο κορονοϊός δεν ενδιαφέρεται για το αν η Γερμανία βρίσκεται επί του παρόντος στη διαδικασία μετάβασης από μια κυβέρνηση σε άλλη», προειδοποιεί.

Η εφημερίδα Tagesspiegel βλέπει «καθαρούς στόχους» αλλά «ξεκάθαρα λάθος ξεκίνημα» και εξηγεί ότι η τρέχουσα κατάσταση με την πανδημία κατέστησε πολύ νωρίς σαφές ότι «κάθε συμφωνία, κάθε συνεννόηση, μπορεί να ξεπεραστεί αστραπιαία από την πραγματικότητα», καθώς «σε τελευταία ανάλυση, τα πάντα εξαρτώνται από την πολιτική που ασκείται πραγματικά και τη διαχείριση κρίσεων – και σε αυτό ακριβώς απέτυχε το ξεκίνημα της κυβέρνησης». Για την εφημερίδα, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι έπρεπε από νωρίς να εξαγγείλουν πως θα αυστηροποιήσουν τα μέτρα για την πανδημία. «Το SPD και οι Πράσινοι υποτίμησαν ιδιαίτερα την κατάσταση και το FDP παραμένει προσηλωμένο στο θεώρημα της προσωπικής ευθύνης, που επικαλείτο όσο ήταν στην αντιπολίτευση», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα του Βερολίνου. Άλλωστε μόλις χθες ο Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωνε με αυτοπεποίθηση ότι δεν χρειάζονται αυστηρότερα μέτρα για την ανάσχεση του τέταρτου κύματος της πανδημίας, αντίθετα με τη συναίνεση των επιστημόνων.

Ούτε το οικονομικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης μοιάζει να περνάει τις εξετάσεις. «Η πρόοδος που ευαγγελίζονται Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι είναι ακριβή», κρίνει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt και αναφέρεται ειδικά στο νέο υπουργό Οικονομίας και Πολιτικής για το Κλίμα, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος διεκδίκησε μέχρι τέλους το υπουργείο Οικονομικών – αλλά προφανώς έχασε. «Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ θα χρειαστεί να καταγράψει επιτυχίες, από την αναδιάρθρωση της γερμανικής βιομηχανίας μέχρι την κλιματική ουδετερότητα, και παράλληλα να εξηγήσει στο κόμμα του και στους ακτιβιστές γιατί δεν προωθεί με πιο ριζικό τρόπο την προστασία του κλίματος», προβλέπει η εφημερίδα. Επιπλέον, ο αρχηγός των Πρασίνων προεξοφλείται ήδη πως σε τέσσερα χρόνια θα διεκδικήσει την καγκελαρία απέναντι στον Όλαφ Σολτς, «δεν έχει λοιπόν την πολυτέλεια να δυσαρεστήσει τη βιομηχανία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Οικονομικών καλείται να βρει τρόπο να χρηματοδοτήσει όλα τα φιλόδοξα κεντροαριστερά σχέδια: 400.000 διαμερίσματα με δημόσια χρηματοδότηση, μετοχική σύνταξη, μπόνους για τους εργαζόμενους στον τομέα της Υγείας. Μένει να αποδειχτεί πόσο… σοσιαλιστής θέλει ή μπορεί να φανεί ο Κρίστιαν Λίντνερ.

Τα πρώτα δείγματα δεν αποκαλύπτουν πάντως τίποτα τέτοιο. Στη συνέντευξή του στο Spiegel, ο κ. Λίντνερ είπε τα αναμενόμενα: το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης ήταν μια «κατάλληλη, αλλά μεμονωμένη αντίδραση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ωστόσο δεν πρέπει να προκύψει από αυτό μόνιμη αρχιτεκτονική». Ενώ τα δημοσιονομικά των κρατών – μελών της ΕΕ «δεν πρέπει να παρασύρουν την ΕΚΤ», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην πίεση του πληθωρισμού και τις πιθανές νέες αποφάσεις της FED για τα επιτόκια. «Όλοι στην Ευρώπη έχουν συμφέρον να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών», επέμεινε. Στο ίδιο πνεύμα, προειδοποίησε ότι η Γερμανία «δεν μπορεί να ακολουθεί συμβουλές όσων θέλουν να υποσκάψουν το Σύμφωνο Σταθερότητας».

Πολύ φιλόδοξο φαντάζει το κυβερνητικό πρόγραμμα σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εταίροι θέλουν περισσότερη Ευρώπη, ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα καταστήσει την ΕΕ «ομοσπονδιακό ευρωπαϊκό κράτος», με ευρωπαϊκό εκλογικό νόμο, με υπερεθνικές λίστες υποψηφίων, με σύστημα «επικεφαλής υποψηφίων», με κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας στην εξωτερική πολιτική, με «πραγματικό υπουργό Εξωτερικών της ΕΕ».

Στις Βρυξέλλες, τα περισσότερα από αυτά θεωρούνται ανέφικτα.

 

Ήδη διακρίνονται ρωγμές

Πολλά ασφαλώς, τονίζει από τη δική της σκοπιά η εφημερίδα Welt, θα εξαρτηθούν από τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τελικά τα υπουργεία. Και εδώ, τα πρώτα δείγματα είναι μάλλον απαισιόδοξα. Εκτός από τον… αγώνα μέχρις εσχάτων για το υπουργείο Οικονομικών μεταξύ του Κρίστιαν Λίντνερ και του Ρόμπερτ Χάμπεκ, με τον πρώτο να το θέτει περίπου ως όρο για τη συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση, η Προγραμματική Συμφωνία έκρυβε ακόμη μια έκπληξη: με νομικό τρικ, η επόμενη κυβέρνηση θα έχει, ούτε λίγο ούτε πολύ, δύο αντικαγκελαρίους. Παραδοσιακά, ο ρόλος ανήκει στον δεύτερο εταίρο, άρα στους Πράσινους, και θα τον αναλάβει ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Ο κ. Λίντνερ όμως θα είναι επίσης αναπληρωτής καγκελάριος – ακόμη και αν αυτό δεν σημαίνει στην πράξη απολύτως τίποτα.

Στο μεταξύ, αποκαλύφθηκαν εσωκομματικά «μαχαιρώματα» των Πρασίνων, με τις δύο πτέρυγες του κόμματος, «αριστερούς» και «ρεαλιστές», να καυγαδίζουν για τη μοιρασιά των υπουργείων μεταξύ τους.

Έχει ενδιαφέρον το στοιχείο ότι το Spiegel διακρίνει ήδη τις πρώτες ρωγμές στον κυβερνητικό συνασπισμό, προβλέπει μάλιστα ότι τα προβλήματα του SPD θα προέλθουν κυρίως από τους ιδεολογικά εγγύτερους Πράσινους, καθώς το FDP, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, βγήκε κερδισμένο από τη μοιρασιά.

Κάποιοι πίστευαν ότι ο φωτεινός σηματοδότης θα ήταν ένας συνασπισμός SPD – Πρασίνων με… πινελιές οικονομίας της αγοράς. Αντ’ αυτού όμως, η Προγραμματική Συμφωνία δείχνει μάλλον συμμαχία SPD-FDP με… μια πράσινη πινελιά.

Κι αν το SPD είναι ικανοποιημένο που βρέθηκε απροσδόκητα να έχει στα χέρια του την καγκελαρία και οι Φιλελεύθεροι είναι ευχαριστημένοι επειδή δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι, οι Πράσινοι θα χρειαστούν πολλά παραπάνω για να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση.

Και αυτά στη Γερμανία συνήθως κοστίζουν ακριβά.