Η «πρόταση δυσπιστίας», όπως επιγράφεται ακριβέστερα στο άρθρο 84 του Συντάγματος, αποτελεί μία από τις κορυφαίες διαδικασίες που προβλέπει το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα διότι αποτελεί τη δικλείδα για την απομάκρυνση μιας κυβέρνησης από την εξουσία όταν αυτή έχει χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Κατ’ αυτήν την έννοια η πρόταση δυσπιστίας ισοδυναμεί –εκ του αντιστρόφου- και με διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.

Αυτό λοιπόν ήταν και το πρώτο μεγάλο «δώρο» που έκανε -άθελά του- ο κ. Τσίπρας προς την κυβέρνηση. Η ανανέωση της εμπιστοσύνης έγινε στο τέλος της όλης διαδικασίας κατά τρόπο πανηγυρικό και αδιαμφισβήτητο.

Χωρίς την παραμικρή ρωγμή και χωρίς την οποιαδήποτε παραφωνία, όπως αποδείχθηκε και κατά την τριήμερη συζήτηση, το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Κυριάκο Μητσοτάκη στην πιο κρίσιμη ίσως φάση της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας. Εν μέσω πολλών δυσκολιών, που δεν τις αρνείται κανείς, η κυβέρνηση οπλίζεται εκ νέου με την πολύτιμη στήριξη των βουλευτών της για να ολοκληρώσει το έργο της πρώτης τετραετίας της και να διεκδικήσει την ανανέωση και της λαϊκής εμπιστοσύνης.

Ο κ. Τσίπρας προφανώς και δεν αγνοούσε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του. Είχε σπεύσει να προαναγγείλει άλλωστε ότι δεν περιμένει πτώση της κυβέρνησης, κάνοντας έτσι μια ιδιόμορφη «κατάχρηση» της συνταγματικής διαδικασίας που ορίζει ουσιαστικά εκ των προτέρων ότι χρειάζονται τουλάχιστον 151 ψήφοι για να έχει νόημα η υποβολή πρότασης μομφής.

Μπροστά στη νευρικότητα που τον έχει καταλάβει, όλα αυτά αποδεικνύονται βεβαίως, για άλλη μια φορά, λεπτομέρειες για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Νευρικότητα η οποία τροφοδοτείται τόσο από το εσωτερικό όσο και από τις παρυφές του κόμματός του.

Αν μη τι άλλο, ο κ. Τσίπρας -νέος στην ηλικία αλλά πολύ παλαιός πια στο κομματικό «κουρμπέτι»- διαισθάνεται καλύτερα από κάθε άλλον ότι τελεί υπό διπλή πλέον αμφισβήτηση. Η πολιτική και εσωκομματική ανασφάλεια είναι αυτή που τον οδήγησε σε μια εν πολλοίς απονενοημένη πράξη. Η αγωνία του να ανακόψει τις απειλητικές προς το πρόσωπό του φυγόκεντρες δυνάμεις στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και να διατηρήσει τα αντιπολιτευτικά «πρωτεία» εν μέσω ανακατατάξεων στην ευρύτερη κεντροαριστερά, τον έχουν φέρει προ ενός στρατηγικού αδιεξόδου.

Η πρόταση μομφής ήταν ίσως η «τελευταία ζαριά» του κ. Τσίπρα στο πολύ δύσκολο παιχνίδι πολιτικής και κομματικής επιβίωσής του με φόντο τις επόμενες εκλογές που απειλούν να σημάνουν το πολιτικό του τέλος. Ύστερα από την τετραπλή ήττα του 2019 (ευρωεκλογές, περιφερειακές, δημοτικές και εθνικές κάλπες) ζει με τον εφιάλτη μιας νέας -και τελικής- αποδοκιμασίας από το εκλογικό σώμα. Ο κ. Τσίπρας συμπληρώνει άλλωστε επτά συνεχή χρόνια κατά τα οποία είτε ως πρωθυπουργός είτε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης βρίσκεται σταθερά και μακράν πίσω από τον Κ. Μητσοτάκη σε όλες τις μετρήσεις, ακόμη και εκείνες που παραγγέλνουν και δημοσιεύουν φίλα προσκείμενα προς το κόμμα του μέσα ενημέρωσης. Κατά το κοινώς λεγόμενο «τρώει τη σκόνη του»…

Κι αν ο κ. Τσίπρας ενθυμούμενος τον παλιό (όχι και τόσο καλό) εαυτό του δεν διστάζει, για τις μικροκομματικές του επιδιώξεις και για να σκεπάσει τα εσωτερικά του προβλήματα, να εργαλειοποιεί τις συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αυτό που κατάφερε πάντως ήταν να προσφέρει άλλη μια υπηρεσία. Παρά τις κραυγές και την άκρατη πολιτική ηχορύπανση και υστερία που ξεσηκώθηκε από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, η τριήμερη διαδικασία βοήθησε ώστε να ακουστούν σημαντικές αλήθειες για το θετικό έργο που συντελείται στον τόπο τα τελευταία δυόμιση χρόνια σε όλους τους τομείς.

Μάλιστα αν και η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη βρέθηκε από τους πρώτους κιόλας μήνες της θητείας της αντιμέτωπη με κρίσεις σε διάφορα μέτωπα -και σημαντικότερη την πρωτοφανή πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο- όχι μόνο κράτησε την κοινωνία όρθια και σε συνοχή αλλά οδηγεί πλέον τη χώρα με σταθερά βήματα σε μια νέα σελίδα οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας.

Παράλληλα με τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και των νοικοκυριών απέναντι στις αντίξοες συνθήκες, όπως και με τη μείωση της φορολογίας σε αντίθεση με την υπερφορολόγηση του παρελθόντος, χωρίς να παραβιάζεται η δημοσιονομική ισορροπία, μια νέα Ελλάδα έχει αρχίσει να κτίζεται όπως μαρτυρούν και οι αλλεπάλληλες «ψήφοι εμπιστοσύνης» που έρχονται από το εξωτερικό. Κι αυτό είναι που τρομάζει κυριολεκτικά τους θιασώτες του λαϊκισμού και των αποτυχημένων στερεοτύπων του χθες.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού πάντως. Η πρόταση μομφής από τον ΣΥΡΙΖΑ είχε και μια άλλη χρησιμότητα. Φανέρωσε την τοξικότητα με την οποία ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του, μπροστά στα αδιέξοδά τους, θα κινηθούν από εδώ και πέρα. Οι μάσκες έπεσαν και αποκαλύφθηκε περίτρανα ότι αναζητούν σανίδες σωτηρίας -έστω κι αν είναι σάπιες και γεμάτες τρύπες- ακόμη και στον υπόκοσμο.

Μιλούν για βούρκο όταν στην απελπισία και την απόγνωσή τους επιδιώκουν οι ίδιοι να κυλήσουν την πολιτική ζωή του τύπου στα λασπόνερα της συκοφαντίας και της διαστρέβλωσης, επαναλαμβάνοντας -σε νέες κόπιες- τις καταδικασμένες και θλιβερές τακτικές του παρελθόντος. Επειδή δεν έχουν να πουν τίποτε άλλο, δεν διστάζουν να αγκαλιαστούν με την ποταπότητα και την αισχρότητα, να την κάνουν σημαία τους και να γίνουν ηθικοί αυτουργοί στην παρεκτροπή, προκαλώντας ήδη αλγεινές εντυπώσεις και σε όσους από το δικό τους χώρο έχουν τη στοιχειώδη σύνεση να καταλαβαίνουν τον κίνδυνο του μπούμερανγκ.

Το μόνο που απομένει στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ είναι να πει (όσο κι αν είναι επώδυνο) προς τον ίδιο του τον εαυτό: «Καληνύχτα σας κ. Τσίπρα…»

*Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος

Πηγή: protothema.gr