Η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από τον Fitch την περασμένη Παρασκευή ολοκλήρωσε για φέτος τον κύκλο αξιολογήσεων από τους μεγάλους οίκους και έφερε την Ελλάδα ακόμη πιο κοντά στο επίπεδο των χωρών της Ευρωζώνης. Οι κινήσεις αυτές ουσιαστικά κάλυψαν το μεγαλύτερο τμήμα της απόστασης που είχε δημιουργηθεί τα τελευταία έξι χρόνια, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για την ελληνική οικονομία.

Από το β’ εξάμηνο του 2019, η Ελλάδα κατέγραψε συνολικά τέσσερις βαθμίδες αναβάθμισης από τους Fitch, DBRS και Scope (από ΒΒ- σε ΒΒΒ) και πέντε από τον S&P (από Β+ σε ΒΒΒ). Η ταχεία αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και οι ρυθμοί ανάπτυξης που διπλασίασαν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους για αυτή την ανοδική πορεία. Παράλληλα, ο Moody’s ανέβασε την Ελλάδα κατά τέσσερις βαθμίδες την ίδια περίοδο, χορηγώντας φέτος τον Μάρτιο την επενδυτική βαθμίδα, αν και εξακολουθεί να βρίσκεται ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από τους άλλους οίκους.

Σήμερα, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας βρίσκονται μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από εκείνες της Ιταλίας (BBB+), η οποία επίσης αναβαθμίστηκε φέτος, έχοντας μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ωστόσο, παρά το χαμηλότερο έλλειμμα, το ιταλικό δημόσιο χρέος – στο 138% του ΑΕΠ – δεν αναμένεται να αποκλιμακωθεί πριν το 2028. Αντίθετα, το ελληνικό χρέος – περίπου 146% του ΑΕΠ σήμερα – συνεχίζει να μειώνεται με ταχύ ρυθμό, με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι θα πέσει κάτω από 120% το 2029, ενώ ο Fitch τοποθετεί αυτό το ορόσημο στο 2030. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις, η Ελλάδα θα έχει χαμηλότερο χρέος από την Ιταλία ήδη από το 2027–2028.

Με τη συνέχιση αυτής της πορείας, αναμένονται νέες αναβαθμίσεις. Είναι πλέον ιδιαίτερα πιθανό ότι η χώρα θα ανέβει δύο ακόμη βαθμίδες μέσα στα επόμενα 1–2 χρόνια και θα προσεγγίσει την κατηγορία Α, όπου βρίσκεται η πλειονότητα των χωρών της Ευρωζώνης.

Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει τις εξελίξεις αυτές. Η Ελλάδα δανείζεται με χαμηλότερο κόστος από την Ιταλία και τη Γαλλία, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 3,3% έναντι 3,5% για τις άλλες δύο χώρες – μια εικόνα που πριν λίγα χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητη.

Οι αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις σηματοδοτούν και το οριστικό κλείσιμο της σελίδας της κρίσης χρέους, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στο χαμηλότερο σημείο αξιολόγησης της ιστορίας της. Από τον Δεκέμβριο του 2009, όταν οι S&P και Fitch υποβάθμισαν το αξιόχρεο από Α- σε BBB+, η χώρα εισήλθε σε έναν φαύλο κύκλο ακριβού δανεισμού, μνημονίων και συνεχόμενων υποβαθμίσεων.

Το 2011, υπό το βάρος της φημολογίας για το επερχόμενο PSI, ο S&P έριξε την Ελλάδα στην κατηγορία CCC, ενώ το 2012 – μετά την επίσημη ανακοίνωση του PSI – οι οίκοι την κατέταξαν σε επιλεκτική χρεοκοπία. Η εικόνα άρχισε να σταθεροποιείται μετά το 2012 με την κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ το 2014 σημειώθηκε μια πρώτη ανάκαμψη με αναβάθμιση σε Β. Η πορεία αυτή διακόπηκε το 2015 λόγω της έντονης πολιτικής αβεβαιότητας, των αδιέξοδων διαπραγματεύσεων και του δημοψηφίσματος.

Η σταδιακή ομαλοποίηση από το 2016 και μετά άνοιξε ξανά τον δρόμο των αναβαθμίσεων, οδηγώντας τελικά τη χώρα στο σημερινό σημείο όπου η επενδυτική βαθμίδα έχει ανακτηθεί και ο στόχος της κατηγορίας Α δεν αποτελεί μακρινό σενάριο, αλλά ρεαλιστική προοπτική μέσα στα επόμενα χρόνια.