Στο ΠΑΣΟΚ δεν μιλούν πια χαμηλόφωνα για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τις επιλογές του.
Οι ψίθυροι που επί μήνες κυκλοφορούσαν στα πηγαδάκια της Χαριλάου Τρικούπη, στις συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και στα τηλεφωνήματα μεταξύ βουλευτών και στελεχών, έχουν αρχίσει να μετατρέπονται σε δυνατές φωνές αμφισβήτησης. Το μήνυμα είναι ωμό και επαναλαμβάνεται με διαφορετικές λέξεις, αλλά το ίδιο νόημα: «Έχουμε κολλήσει». Και, σύμφωνα με πληροφορίες, όλο και περισσότεροι στο εσωτερικό του κόμματος καταλήγουν στο πιο δύσκολο συμπέρασμα: «Πρέπει να το καταλάβει ο ίδιος και να πάρει τη γενναία απόφαση να κάνει στην άκρη».
Η αμφισβήτηση δεν αφορά πλέον λεπτομέρειες ή επιμέρους επικοινωνιακές αστοχίες. Αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ηγεσίας του Νίκου Ανδρουλάκη και το κατά πόσο μπορεί να οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ έξω από τη δημοσκοπική και πολιτική στασιμότητα. Το κόμμα παραμένει εγκλωβισμένο σε ισχνά ποσοστά, χωρίς δυναμική ανατροπής, χωρίς πειστικό αφήγημα εξουσίας και –το πιο ανησυχητικό για πολλά στελέχη– χωρίς καθαρό στίγμα για το τι ακριβώς θέλει να είναι στην επόμενη μέρα της Κεντροαριστεράς.
Η στασιμότητα που έγινε κανονικότητα
Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά και στις κομματικές οργανώσεις, η αγωνία μετατρέπεται σε θυμό. Βουλευτές μιλούν για «χαμένες ευκαιρίες», για αντιπολίτευση χωρίς δόντια, για μια ηγεσία που μοιάζει περισσότερο να διαχειρίζεται τη φθορά παρά να διεκδικεί την υπέρβαση. «Δεν αρκεί να περιμένουμε τα λάθη της κυβέρνησης», λένε χαρακτηριστικά, «αν δεν μπορείς να κεφαλαιοποιήσεις τη δυσαρέσκεια, τότε το πρόβλημα είναι βαθύτερο».
Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται συχνά παρόν μόνο ως σχολιαστής των εξελίξεων, όχι ως δύναμη που διαμορφώνει ατζέντα. Οι πρωτοβουλίες είναι αποσπασματικές, τα μηνύματα συχνά αντιφατικά και η εικόνα προς τα έξω θυμίζει κόμμα που φοβάται να πάρει ρίσκα. Αυτή η αίσθηση πολιτικής ακινησίας έχει τρώσει την εμπιστοσύνη ακόμη και στελεχών που στήριξαν με θέρμη τον Ανδρουλάκη στις εσωκομματικές εκλογές.
«Δεν ακούει, δεν αλλάζει»
Ένα από τα πιο βαριά φορτία της εσωτερικής κριτικής αφορά το μοντέλο ηγεσίας. Σύμφωνα με συνομιλητές από διαφορετικά στρατόπεδα, ο πρόεδρος κατηγορείται ότι λειτουργεί κλειστά, με έναν στενό κύκλο λήψης αποφάσεων, χωρίς ουσιαστική σύνθεση απόψεων. «Το πρόβλημα δεν είναι ότι διαφωνούμε», λένε, «αλλά ότι δεν μας ακούει». Η αίσθηση αυτή εντείνεται από το γεγονός ότι κάθε εσωτερική διαφοροποίηση αντιμετωπίζεται ως απειλή και όχι ως καμπανάκι κινδύνου.
Στελέχη με εμπειρία, πολιτικό βάρος και κοινωνική αναφορά νιώθουν παραγκωνισμένα. Και όσο το κόμμα δεν ανεβαίνει τόσο το ερώτημα γίνεται αμείλικτο: Αν όχι τώρα, πότε θα αλλάξει κάτι; Αν όχι με αυτήν την ηγεσία, με ποια;
Η βαριά κουβέντα: «Να κάνει στην άκρη»
Η συζήτηση που μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο ταμπού, σήμερα αρθρώνεται όλο και πιο καθαρά. Δεν πρόκειται –όπως λένε οι ίδιοι– για προσωπική επίθεση, αλλά για πολιτική αναγκαιότητα. «Αν αγαπάς το κόμμα, πρέπει να ξέρεις και πότε να φύγεις», υποστηρίζουν. Η άποψη αυτή δεν είναι ακόμη πλειοψηφική, αλλά παύει να είναι μειοψηφική. Και αυτό από μόνο του συνιστά πολιτικό σεισμό.
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Είτε θα συνεχίσει να ανακυκλώνει τη στασιμότητα είτε θα τολμήσει μια βαθιά επανεκκίνηση – με νέο αφήγημα, νέο ρυθμό και, ίσως, νέα ηγεσία. Οι φωνές πληθαίνουν, η υπομονή εξαντλείται και ο χρόνος πιέζει. Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει πρόβλημα. Το ερώτημα είναι αν κάποιος θα αναλάβει την ευθύνη να το αντιμετωπίσει, όσο ακόμα υπάρχει κόμμα για να σωθεί.
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται μπροστά στη σκληρότερη δοκιμασία του όχι απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί η πραγματική κρίση δεν είναι δημοσκοπική – είναι υπαρξιακή. Δεν αφορά μόνο ποσοστά και καμπύλες, αλλά το αν το κόμμα μπορεί να πείσει ότι έχει λόγο ύπαρξης στο πολιτικό σύστημα του αύριο και όχι απλώς ρόλο κομπάρσου στο σήμερα.
Οι φωνές που ακούγονται στο εσωτερικό δεν είναι αποτέλεσμα ίντριγκας ούτε προϊόν προσωπικών φιλοδοξιών – όσο κι αν κάποιοι επιμένουν να τις παρουσιάζουν έτσι. Είναι κραυγή αγωνίας. Είναι η παραδοχή ότι το μοντέλο που ακολουθείται έχει εξαντλήσει τα όριά του. Ότι η πολιτική ασφάλεια, η μετριοπάθεια χωρίς πυξίδα και η διαρκής αναβολή των μεγάλων αποφάσεων δεν οδηγούν στην ανάταξη, αλλά στη φθορά.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης καλείται –ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά– να απαντήσει όχι στους επικριτές του, αλλά στην Ιστορία του κόμματος που ηγείται. Να αποφασίσει αν θα επιλέξει τη διατήρηση της καρέκλας ή τη διάσωση της προοπτικής. Γιατί στην πολιτική, η επιμονή χωρίς αποτέλεσμα δεν βαφτίζεται αντοχή· είναι αδιέξοδο.
Αν το ΠΑΣΟΚ συνεχίσει να φοβάται τη ρήξη, θα οδηγηθεί νομοτελειακά στη συρρίκνωση. Αν όμως τολμήσει –είτε με αλλαγή πορείας είτε με αλλαγή προσώπων– μπορεί ακόμη να διεκδικήσει χώρο, ρόλο και αξιοπιστία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει η γενναιότητα να ειπωθούν οι αλήθειες χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς άλλοθι.
Η πολιτική δεν συγχωρεί την ακινησία. Και τα κόμματα που αρνούνται να κοιταχτούν στον καθρέφτη, συνήθως δεν τιμωρούνται από τους αντιπάλους τους, αλλά από τους ίδιους τους ψηφοφόρους τους. Το ΠΑΣΟΚ έχει μπροστά του μια τελευταία ευκαιρία να αποδείξει ότι έμαθε από το παρελθόν του. Αν θα την αρπάξει ή αν θα τη χάσει, θα κριθεί από το αν θα τολμήσει τη δύσκολη, αλλά αναγκαία απόφαση.


