Βασικό «γρανάζι» για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα αποτελεί η πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τον Alex Muscatelli, Director του οίκου Fitch και βασικός αναλυτής για την Ελλάδα.
Μιλώντας στο insider.gr, ο αναλυτής της Fitch Ratings θέτει τους παράγοντες που δύναται να μεταβάλλουν τις αξιολογήσεις για την ελληνική οικονομία είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο σενάριο. Παράλληλα, αποσαφηνίζει την οπτική του οίκου γύρω από το πολιτικό σκηνικό και τις εκλογές, δίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» στην κίνηση αποπληρωμής των δανείων από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους (GLF) και συνεχίζει να στηρίζει το ευέλικτο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας γύρω από τα ελληνικά ομόλογα, με «φόντο» την αποφυγή μιας απότομης ανόδου του κόστους δανεισμού.
Με τη συζήτηση να κινείται και να περιστρέφεται, κυρίως, γύρω από ζητήματα της εγχώριας οικονομίας, ο Pau Labro Vila, CFA και υπεύθυνος της Fitch για τις ελληνικές τράπεζες, στάθηκε ιδιαίτερα στο σκέλος της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών αλλά και σε ποια σκέλη θα πρέπει να ενταθούν περαιτέρω οι προσπάθειες, ώστε οι δείκτες NPEs να προσεγγίσουν τα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Συνέντευξη των Alex Muscatelli και Pau Labro Vila της Fitch Ratings στον Ανδρέα Βελισσάριο
- Τι θα μπορούσαμε να αναμένουμε και ποια είναι τα «κλειδιά» που θα σηματοδοτήσουν την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade); Επιπλέον, πότε αναμένετε να συμβεί αυτό;
– (Alex Muscatelli) Οι βασικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου κατά τα επόμενα δύο χρόνια είναι: (i) η συνεχής εμπιστοσύνη σε μια σταθερή υποχώρηση του δείκτη δημοσίου χρέους, χάρη στα χαμηλότερα ελλείμματα, την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ και το χαμηλό κόστος δανεισμού (ii) η συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των assets (περιουσιακά στοιχεία) από τις συστημικές τράπεζες και (iii) η βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας μετά το «σοκ» της πανδημίας του κορονοϊού, ιδιαίτερα εάν υποστηριχθεί από την εφαρμογή και υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης αλλά και από άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Από την άλλη πλευρά, μια αποτυχία μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα, εξαιτίας (i) των υψηλότερων, από το αναμενόμενο, ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων (ii) των ανανεωμένων αρνητικών «κραδασμών» στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας ή (iii) τυχόν δυσμενών εξελίξεων στον τραπεζικό κλάδο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητικές ενέργειες αξιολόγησης.
- Πιστεύετε ότι οι εκλογές αποτελούν ένα εμπόδιο όσον αφορά τα rating actions στον «δρόμο» για την επενδυτική βαθμίδα;
– (Alex Muscatelli) Τα τελευταία χρόνια παρατηρήσαμε να αναδύεται μια πιο εποικοδομητική σχέση μεταξύ των ελληνικών κυβερνήσεων –της τρέχουσας και των προηγούμενων– και των Ευρωπαίων και διεθνών πιστωτών, στο πλαίσιο ενός πιο σταθερού πολιτικού σκηνικού. Αυτή η σταθερότητα (στο πολιτικό σκηνικό) αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στις εκτιμήσεις, μας και έχει συμβάλει στην ανοδική δυναμική της αξιολόγησης της Ελλάδας. Η βασική μας θέση είναι ότι η πολιτική κατάσταση θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή μετά τις εθνικές εκλογές του 2023.
- Η Ελλάδα σχεδιάζει να αποπληρώσει περισσότερα από 7 δισ. ευρώ σε δάνεια από το ΔΝΤ και τους εταίρους της Ευρωζώνης στο προσεχές διάστημα. Θεωρείτε πως είναι credit positive (πιστωτικά θετική);
– (Alex Muscatelli) Αποτελεί μια θετική εξέλιξη, καθώς αυξάνει την ευελιξία χρηματοδότησης μειώνοντας τα χρονοδιαγράμματα εξυπηρέτησης του χρέους για φέτος και για το επόμενο έτος. Υποθέτουμε ότι το ήμισυ αυτού του ποσού θα καταβληθεί μέσω της μείωσης των ταμειακών διαθεσίμων κάτι που θα μειώσει άμεσα το ακαθάριστο χρέος.
- Πώς κρίνετε το νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα ελληνικά ομόλογα με τις επανεπενδύσεις στις λήξεις του PEPP; Θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει το νέο «δίχτυ προστασίας» για τα ελληνικά ομόλογα εάν υπάρξουν ισχυρές πιέσεις (όπως είδαμε) και κλυδωνισμοί;
– (Alex Muscatelli) Η Fitch εκτιμά ότι η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο ότι μπορεί ακόμη να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα μέχρι το τέλος του 2024 μειώνει τον κίνδυνο μιας απότομης ανόδου του κόστους δανεισμού, καθώς το PEPP λήγει. Οι αγορές στο πλαίσιο του PEPP συνέβαλαν στη διατήρηση του χαμηλού κόστους δανεισμού και αυτό, μαζί με άλλους παράγοντες, υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
- Το προηγούμενο διάστημα, οι ελληνικές τράπεζες ευνοήθηκαν από το πλαίσιο των TLTROs μέσω των -100 μ.β. Τι θα μπορούσαμε να αναμένουμε εάν αυτή η ευνοϊκή συνθήκη λήξει; Πώς βλέπετε τις προοπτικές για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο και σε πιο σκέλος θα πρέπει να υπάρξει βελτίωση;
– (Pau Labro Vila) Οι ευρωπαϊκές και οι ελληνικές τράπεζες πράγματι επωφελούνται από τους ευνοϊκούς όρους στο πλαίσιο του TLTRO-III, γεγονός που μείωσε το κόστος χρηματοδότησης. Το ειδικό αυτό πλαίσιο έχει προγραμματιστεί να λήξει τον Ιούνιο του 2022, αν και αναμένουμε από την ΕΚΤ να προσαρμόσει το two-tier system για την αποδοχή των πλεοναζόντων αποθεματικών και ρευστότητας, προκειμένου να μετριάσει τον αντίκτυπο στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών. Εν τω μεταξύ, τα προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί δομικά τα τελευταία χρόνια, υποστηριζόμενα από την υγιή αύξηση των καταθέσεων και την καλύτερη πρόσβαση στις αγορές.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα που μου θέσατε, η θέση της Fitch για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο είναι θετική καθώς η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η συνεχής πρόοδος στο σκέλος της εξυγίανσης των ισολογισμών τους και η βελτιωμένη θέση χρηματοδότησης και ρευστότητάς τους θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν το περιβάλλον λειτουργίας τους, παρά τους κινδύνους που προκύπτουν από την αύξηση του κόστους εισροών και τη μεταβλητότητα των αγορών.
Παράλληλα, οι τράπεζες επιταχύνουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους, υπό τη στήριξη του προγράμματος «Ηρακλή» και έτσι αναμένουμε πως ο δείκτης NPE για τον κλάδο θα υποχωρήσει χαμηλότερα από το 10% το 2022. Κατά την άποψή μας, οι εισροές απομειωμένων δανείων από την πανδημία θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμες, αν και συνεχίζουν να υφίστανται κίνδυνοι από τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες που εξακολουθούν να επωφελούνται από τα προγράμματα κρατικής στήριξης ή που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τις πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, εκτιμούμε πως ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση για τον κλάδο θα συνεχίσει να υποχωρεί το 2023 – 2024 και να κινείται προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2% – 3%). Ωστόσο, όπως έχουμε δει και διαπιστώσει σε ορισμένες άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, ορισμένα ζητήματα που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν, θα δυσκολέψουν την πλήρη κάλυψη αυτού του κενού.
Το clean up έχει βελτιώσει τη διαρθρωτική ικανότητα δημιουργίας κερδών του τραπεζικού κλάδου. Επίσης, η κερδοφορία των τραπεζών επωφελείται από την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, την εκταμίευση των κεφαλαίων από το RRF και το μειωμένο λειτουργικό κόστος από την εφαρμογή προγραμμάτων αναδιάρθρωσης. Η βελτίωση της κερδοφορίας, σε συνδυασμό με τις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης που πραγματοποίησαν οι τράπεζες, στηρίζουν επίσης τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης του κλάδου. Επιπλέον, οι τράπεζες είναι τοποθετημένες στη βάση της αύξησης των επιτοκίων, αν και δεν εκτιμούμε πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σε βραχυπρόθεσμη βάση.
Ωστόσο, παρά τις καλύτερες προοπτικές, πιστεύουμε ότι ο τραπεζικός κλάδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κάποιες προκλήσεις εξαιτίας της χαμηλής διαρθρωτικής κερδοφορίας και της ανάγκης αναδιαμόρφωσης των business plans τους, ιδίως της ικανότητας διαφοροποίησης των εσόδων (όπως η ανάπτυξη δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το σκέλος των προμηθειών ή/και μέσω της ανάπτυξης των διεθνών δραστηριοτήτων όπου έχουν ήδη παρουσία) με ταυτόχρονη κεφαλαιακή ανάπτυξη για την ενίσχυση των δυνατοτήτων ψηφιοποίησής τους.
- Αναμένετε μια ισχυρή ανάκαμψη φέτος με συνέχιση κατά το επόμενο έτος. Ποιος θεωρείτε πως θα είναι ο αντίκτυπος για την ανάπτυξη από το Ταμείο Ανάκαμψης; Πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει μεσοπρόθεσμα τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας;
– (Alex Muscatelli) Αναμένουμε ότι η οικονομική ανάκαμψη θα συνεχιστεί το 2022. Το σκέλος των επιχορηγήσεων που εντάσσεται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της χώρας ανέρχεται σε περίπου 18 δισ. ευρώ (λίγο κάτω από το 10% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019). Υποθέτουμε ότι περίπου το 40% αυτών των επιχορηγήσεων θα δαπανηθεί το 2021–2023, ενώ το υπόλοιπο θα κατευθυνθεί προς τα επόμενα χρόνια. Αυτό θα προσφέρει μια άμεση ώθηση στις προβλέψεις μας για τη συνολική ζήτηση, ιδίως στις κρατικές δαπάνες και τις επενδύσεις. Προς το παρόν, δεν έχουμε θέσει κάποια εκτίμηση για τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, και αυτό αποτελεί ένα upside από τα κεφάλαια του NGEU (Ταμείο Ανάκαμψης) και το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
- Σε ποιους τομείς των δημοσιονομικών και των μεταρρυθμίσεων θεωρείτε πως θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες; Θα προσδιορίζατε κάποιες αδυναμίες σε αυτά τα δύο μέτωπα;
– (Alex Muscatelli) Δεν υποστηρίζεται από τη θέση μας να παρέχουμε ένα συμβουλευτικό χαρακτήρα για συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, αλλά μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ενισχύει τον ρυθμό ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα -επίσης μέσω της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων- και αυξάνει το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, το οποίο παραμένει χαμηλό μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση και την Κρίση του Δημοσίου Χρέους, θα ήταν credit positive (πιστωτικά θετικό).
- Ποιοι θεωρείτε πως είναι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την οικονομική ανάκαμψη πίσω από την αύξηση του πληθωρισμού και την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους; Θα μπορούσατε να υπολογίσετε τη διάρκειά τους; Εκτιμάται πως αυτή η ενεργειακή κρίση που βιώνει η ΕΕ είναι η πρώτη από μια σειρά κρίσεων;
– (Alex Muscatelli) Ο υψηλός πληθωρισμός και ιδίως οι υψηλές τιμές ενέργειας αποτελούν έναν κίνδυνο για την οικονομική ανάπτυξη. Πλέον, αναμένουμε πως οι παράγοντες που ενισχύουν την πορεία του πληθωρισμού θα εξασθενήσουν φέτος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στην Ευρωζώνη, και συνεπώς αναμένουμε την εκτόνωση της αύξησης του πληθωρισμού στη χώρα. Ωστόσο, ένα πιο επίμονο επίπεδο υψηλών τιμών θα μπορούσε να επιβαρύνει τις δαπάνες των καταναλωτών και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων περιορίζοντας την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας κάτι που συνεπάγεται μια ασθενέστερη μείωση του δημόσιου χρέους, μεταξύ άλλων, και μια βραδύτερη βελτίωση των πιστωτικών μετρήσεων σχετικές περισσότερο με εμάς.
- Θα ήθελα την εκτίμησή σας γύρω από το κατά πόσο οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση μέσω των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων και της άφθονης ρευστότητας που διοχέτευσαν στις αγορές. Βλέπετε να ελλοχεύει μια νέα κρίση;
– (Alex Muscatelli) Οι κεντρικές τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αρχίσει να αλλάζουν την κατεύθυνση της νομισματικής τους πολιτικής – είδαμε την Τράπεζα της Αγγλίας να αυξάνει τα επιτόκια και η Fitch αναθεώρησε την εκτίμησή της για τη νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ, μετά τη συνεδρίαση της Fed τον Ιανουάριο, αναμένοντας πλέον το επιτόκιο των Fed Funds να αυξηθεί κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Μαρτίου, και κατά 75 μονάδες βάσης πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, με επιπλέον 100 μονάδες βάσης το 2023, στο πλαίσιο ενός pivot έναντι των κινδύνων που απορρέουν από τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ βρίσκεται σε μια διαφορετική θέση και πιστεύουμε ότι θα διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια τουλάχιστον για φέτος.
Πηγή: insider.gr