Παρά τις ανησυχίες για περαιτέρω αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, η αντιπαράθεση Ισραήλ–Ιράν δεν παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με την πολεμική σύγκρουση που μαίνεται στην Ουκρανία, σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times.
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, οι διαφορές είναι σημαντικές, τόσο στο ενεργειακό αποτύπωμα των εμπλεκόμενων χωρών, όσο και στη διεθνή οικονομική συγκυρία.
Οι Financial Times αναδεικνύουν τη σημασία της Ρωσίας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, επισημαίνοντας ότι η Μόσχα διαθέτει πολύ μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε σχέση με άλλες χώρες όπως το Ιράν. Αυτή η ισχύς δίνει στη Ρωσία τη δυνατότητα να επηρεάζει ουσιαστικά τις παγκόσμιες ενεργειακές ισορροπίες, καθιστώντας την έναν κομβικό παίκτη στη διεθνή σκηνή.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περίοδο του 2022, όταν η Ρωσία ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία. Εκείνη τη χρονική στιγμή, η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, γεγονός που προκάλεσε σοβαρούς ενεργειακούς κραδασμούς.
Η κρίση αυτή οδήγησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας και να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές στις αλυσίδες εφοδιασμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια.
Ταυτόχρονα, η διεθνής οικονομία παρουσίαζε υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης από την πανδημία, γεγονός που επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις και ενέτεινε την αστάθεια στις αγορές εμπορευμάτων.
Το συνδυαστικό αυτό πλαίσιο ανέδειξε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση τον γεωπολιτικό ρόλο της Ρωσίας στον τομέα της ενέργειας, καθώς και την ανάγκη των κρατών να προσαρμοστούν σε ένα μεταβαλλόμενο ενεργειακό περιβάλλον.
Στον αντίποδα, η παρούσα σύγκρουση δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες παραμένουν σχετικά σταθερές, παρά την έντονη γεωπολιτική ρευστότητα.
Όπως σημειώνουν οι Financial Times, υπάρχει πιθανότητα νέας ανόδου των τιμών, ωστόσο «η πιθανότητα μιας μεγάλης σπειροειδούς αύξησης θεωρείται προς το παρόν αρκετά χαμηλή».