Στις πρώτες θέσεις σε ό,τι αφορά την κάλυψη απώλειας εισοδήματος αλλά και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. κατατάσσεται η Ελλάδα από τη Eurostat, λόγω των μέτρων στήριξης ύψους 24,06 δισ. ευρώ που έχει υλοποιήσει από την αρχή του χρόνου.
Συγκεκριμένα, η έρευνα της Eurostat, η οποία μετρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στα εισοδήματα (χαμηλά, μεσαία και υψηλά) από μισθωτή εργασία πριν και μετά τα μέτρα στήριξης κάθε κράτους-μέλους, κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη θέση σε ό,τι αφορά την αναπλήρωση εισοδήματος ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Στην Ελλάδα η απώλεια εισοδήματος λόγω της πανδημίας υπολογίζεται, σε μέσα επίπεδα, για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων στο 7,3%. Μετά την εφαρμογή των μέτρων στήριξης αναπληρώνει το 3,3%, περιορίζοντας την απώλεια στο 4%. Σε μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, η απώλεια εισοδήματος λόγω COVID-19 από το 4% περιορίζεται μετά τα μέτρα στήριξης στο 2%.
Ολική αναπλήρωση εισοδήματος κάνει η Ολλανδία, που, με μέση αναμενόμενη απώλεια από τον κορονοϊό 3,8%, αναπληρώνει το σύνολο της απώλειας μέσω των δικών της μέτρων στήριξης. Δεύτερη σε ποσοστό αναπλήρωσης είναι η Γαλλία, η οποία, έναντι απώλειας 7,8%, αναπληρώνει με μέσα στήριξης το 4,6%, περιορίζοντας την απώλεια στο 3,2%. Η Πορτογαλία, με αναμενόμενη μέση απώλεια εισοδήματος λόγω COVID-19 κοντά στο 4%, με μέτρα στήριξης περιορίζει την απώλεια εισοδήματος στο 2%. Στην Ιταλία, η μείωση εισοδήματος κατά 4% αναπληρώνεται με μέτρα στήριξης μόνο κατά 1,8 %. Στην Ισπανία η απώλεια εισοδήματος υπολογίζεται στο 3,8% και αναπληρώνεται με μέτρα στήριξης μόνο το 1,6%. Η Ιρλανδία, όπου η μέση απώλεια μέσω πανδημίας είναι 4,2%, μειώνει με την κρατική παρέμβαση την απώλεια εισοδήματος στο 3,5%. Πολύ μικρότερη αναπλήρωση εισοδήματος μέσω μέτρων στήριξης έχουν χώρες όπως η Δανία (1,4%) και η Σουηδία (0,4%), ενώ σχεδόν μηδενική είναι η αναπλήρωση εισοδήματος από μέτρα στήριξης στη Φινλανδία.
Με βάση την ίδια έρευνα, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες που στήριξαν περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα. Οι εισοδηματικές απώλειές τους περιορίστηκαν κατά περισσότερο από 8%, που είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μετά την Κροατία και τη Γαλλία και διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στον οποίο η απώλεια των χαμηλών εισοδημάτων αναπληρώνεται κατά 4%. Η έρευνα διευκρινίζει ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να μπορέσει να γίνει αντίστοιχη σύγκριση στη μεταβολή εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων εντός της Ε.Ε.
Αγορά εργασίας
Επιπλέον, η ρήτρα της διατήρησης των θέσεων εργασίας για ένα διάστημα μέχρι και τις 30 Ιουνίου του 2021 (μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής 4) δίνει στην Ελλάδα πολύ καλή θέση σε ό,τι αφορά και τη διατήρηση θέσεων εργασίας μετά την υλοποίηση μέτρων στήριξης της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τις πιθανότητες να χάσει κάποιος τη δουλειά του λόγω της πανδημίας ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός του (χαμηλό – μεσαίο – υψηλό ) και με μέτρηση της πιθανότητας από την κλίμακα από το 0 έως και το 1, η Ελλάδα έχει την τρίτη χαμηλότερη πιθανότητα εντός Ε.Ε. (μόλις 0,01) στο να χάσει την εργασία του ένας εργαζόμενος υψηλού εισοδήματος, με ακόμα χαμηλότερες να είναι οι πιθανότητες μόνο σε Κροατία και Τσεχία.
Στο επίπεδο του μεσαίου εισοδήματος έχει επίσης την τρίτη χαμηλότερη πιθανότητα κάποιος να χάσει τη δουλειά του (0,02), μαζί με τη Γαλλία, τη Σουηδία και το Λουξεμβούργο. Ελαφρά χαμηλότερη πιθανότητα απώλειας εισοδήματος έχουν οι εργαζόμενοι μεσαίου εισοδήματος σε Σλοβενία Κροατία και Τσεχία.
Στην κρίσιμη κατηγορία του χαμηλού εισοδήματος εργασίας η Ελλάδα κατατάσσεται 5η ως προς την πιθανότητα απώλειας της θέσεως, μετά την Κύπρο, τη Σλοβενία, την Ολλανδία και την Τσεχία, με πιθανότητα 0,03.
Πηγές χρηματοδότησης
Περίπου 19 δισ. σε δάνεια και ένα πρωτογενές πλεόνασμα ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ θυσιάστηκαν μέχρι και τώρα για να καλυφθούν οι δαπάνε,ς συνολικού ύψους 24 δισ., που κόστισαν άμεσα ή έμμεσα τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, από την αρχή του χρόνου.
Ειδικότερα, από την αρχή του έτους το ελληνικό Δημόσιο έχει προχωρήσει σε νέο δανεισμό μέσω ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου ύψους 12 δισ. ευρώ, μέσα από πέντε εκδόσεις ομολόγων με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Συγκεκριμένα, δανείστηκε 2,5 δισ. από την έκδοση 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,91 % στις 2 Φεβρουαρίου, 2 δισ. ευρώ από την έκδοση 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο 2% και 3 δισ. ευρώ από την έκδοση 10ετούς ομολόγου που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου με επιτόκιο 1,57%. Στην τελευταία έως τώρα έκδοση του 10ετούς ομολόγου, στις 2 Σεπτεμβρίου, το Δημόσιο άντλησε από τις αγορές το ποσό των 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 1,23%. Στην τελευταία έκδοση, την επανέκδοση του 15ετούς ομολόγου του Φεβρουαρίου, η Ελλάδα άντλησε από τις αγορές 2 δισ. ευρώ, με κόστος κάτω από το 1,2%.
Παράλληλα, το Δημόσιο αύξησε τον δανεισμό με έκδοση περισσότερων εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου κατά 1,6 δισ. ευρώ, εκμεταλλευόμενο και τα πολύ χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια που έδιναν οι αγορές, ενώ δανείστηκε και άλλα 640 εκατ. ευρώ από την ΕΚΤ και την ΕΤΕπ. Πλήρωσε, ακόμα, 2,5 δισ. περισσότερους τόκους και 3,5 δισ. περισσότερα χρεολύσια, ως αποτέλεσμα της αύξησης του δανεισμού για όλη τη χρονιά.
Τέλος, μοίρασε σε αναστολές πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων και ασφαλιστικών εισφορών το αρχικά υπολογιζόμενο πρωτογενές πλεόνασμα των 5 δισ. ευρώ.
Σε καθαρά δημοσιονομικό επίπεδο, αν δεν είχαν υλοποιηθεί αμιγώς δημοσιονομικά μέτρα ύψους 7% του ΑΕΠ ως μέτρα στήριξης, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε φέτος ύφεση της τάξης του 17% του ΑΕΠ, ενώ τώρα −παρά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για ύφεση 10,5% του ΑΕΠ− διατηρεί ελπίδες για μονοψήφια ύφεση στον Προϋπολογισμό του χρόνου που τελειώνει σε λίγες μέρες.
Πηγή: capital.gr