Η χρηματοδότηση, ο τουρισμός και η προσαρμογή στην τεχνολογία θα καθορίσουν την πορεία του εμπορίου στο μέλλον καθώς διατηρεί τη βαρύνουσα συνεισφορά του στην ελληνική οικονομία και παραμένει ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας με μερίδιο 17,3% της συνολικής απασχόλησης.

H EΣΕΕ, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, παρουσίασε για 19ο συνεχόμενο έτος την Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου καταγράφοντας τις τάσεις της Ελληνικής αγοράς για το 2019. Η έκθεση του 2019, την εκπόνηση της οποίας ανέλαβε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ. της ΕΣΕΕ), περιλαμβάνει την πιο ενημερωμένη και έγκυρη τεκμηρίωση των εξελίξεων στο χώρο του εμπορίου για το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, την απασχόληση στον κλάδο, καθώς και την πορεία τόσο των ανωνύμων εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης όσο και των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων. Το εν λόγω μάλιστα τεύχος περιέχει και μια σύντομη περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης του εμπορίου από τα πρώτα βήματα έως τη σύγχρονη ψηφιακή εποχή.

Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας δήλωσε πως «θεωρούμε ότι η συγκρατημένη αισιοδοξία για το 2020 πρέπει να λειτουργήσει προωθητικά για το ελληνικό εμπόριο το οποίο πρέπει να κρατήσει εκείνα τα στοιχεία από το παρελθόν που λειτουργούν ως συγκριτικά του πλεονεκτήματα, να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος και να σχεδιάσει με προσεκτικό τρόπο την πορεία του για τα επόμενα χρόνια».

Η έρευνα

Σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης, η συνεισφορά του εμπορίου στο ΑΕΠ της χώρας διαμορφώνεται στο 11%, ενώ καταγράφηκε αύξηση του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο κατά 0,5%, στα οχήματα κατά 7,9% ενώ πτώση σημείωσε το χονδρικό εμπορίου κατά 1,8%.

Το εμπόριο παραμένει ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας, απασχολώντας το 17,3% των εργαζομένων στη συνολική απασχόληση και το 19,6% στη μη αγροτική απασχόληση. Ωστόσο, η απασχόληση στον κλάδο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, με οριακές απώλειες (-0,6%), εξέλιξη που οφείλεται όμως αποκλειστικά στις επιδόσεις του χονδρικού εμπορίου. Η μερική απασχόληση στον κλάδο εμφανίζει ανοδική πορεία τα τελευταία έτη με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις να την αξιοποιούν σαφώς σε υψηλότερο βαθμό.

Αναφορικά με τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, καταγράφηκε αύξηση, για τρίτο συνεχόμενο έτος, κατά 13,1% των πωλήσεών τους, αλλά και αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών κατά 7,5%.

Από την άλλη, αναφορικά με τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η διαπίστωση πως το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων ξεκίνησε τη λειτουργία τους κατά την τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, το 47% των επιχειρήσεων εμφανίζει μείωση του κύκλου εργασιών, επίδοση χαμηλότερη σε σχέση με πέρυσι (56%), μειώθηκε το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία στο 24%, ενώ επίσης υποχώρησε το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρουσιάζει οφειλές προς τον ΕΦΚΑ στο 25%.

Η Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και Διευθύντρια του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, η οποία επιμελήθηκε και παρουσίασε την ετήσια έκθεση, σημείωσε σχετικά ότι «η Ετήσια Έκθεση αποτυπώνει τις τάσεις του ελληνικού εμπορίου όπου αναδεικνύεται η σημασία του κλάδου στην ελληνική οικονομία. Διαπιστώνεται ότι η οικονομική ύφεση άφησε ισχυρό αποτύπωμα στις εγχώριες επιχειρήσεις και ειδικότερα στο ελληνικό εμπόριο, με τις μικρότερες επιχειρήσεις να επιβαρύνονται περισσότερο και το δυισμό μεταξύ πολύ μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων να παγιωνεται. Σε κάθε περίπτωση, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μπορεί να αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή μίας περισσότερο ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης».

Στατιστικά

– Το πρώτο εξάμηνο του 2019, το 51% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε τζίρο μικρότερο των 20.000 ευρώ από 48% το αντίστοιχο διάστημα του 2018 ενώ όπως είπε στην παρουσίαση της έρευνας η κυρία Αρανίτου, ο μέσος τζίρος εκτιμάται σε 149.000 για το 2019 και υπολογίζεται να φτάσει στα 155.000 το 2020.

– Το πρώτο εξάμηνο του 2019 το 47% των εμπορικών επιχειρήσεων κατέγραψε μείωση του κύκλου εργασιών, ποσοστό σημαντικά βελτιωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2018 όπου το ποσοστό ήταν 56%

– Η μέση αξίας αγοράς εμπορευμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2019 ανέρχεται σε 35.814 ευρώ, μειωμένη σε σχέση με τα δύο προηγούμενα εξάμηνα.

– Το 73% των επιχειρήσεων δεν έχει οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ το 82% δεν έχει οφειλές προς τους προμηθευτές

– Το ποσοστό των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου που καταγράφει οφειλές προς τα τραπεζικά ιδρύματα είναι μόλις 17% μειωμένο συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2018 που ήταν 19%.

– Σημαντικές πηγές χρηματοδότησης αποτελούν τα ιδία κεφάλαια της επιχείρησης 86,4%, τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη 33,3% και η χρηματοδότηση από συγγενείς 22,2%.

– Το 30% των επιχειρήσεων στεγάζει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε ιδιόκτητο οίκημα.

– Το 62,5% των εμπορευμάτων προέρχεται από την Ελλάδα, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 65% για το 2018.

– Οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου διατηρούν σταθερές σχέσεις συνεργασίας με προμηθευτές.

– Οι συνεπείς επιχειρήσεις αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου και για το 2019 (παρά τη μείωση που παρατηρήθηκε σε σχέση με το 2018 29% από 34%)

– Η δεύτερη σε μέγεθος ομάδα είναι οι ανθεκτικές κατόπιν της αύξησης που κατέγραψαν σε σχέση με το 2018 (28% από 22%)

– Οι απειλούμενες επιχειρήσεις συνεχίζουν να μειώνονται, 18% το 2019 από 22% το 2018 και 27% το 2017.

– Η φορολόγηση αποτελεί σταθερά το σημαντικότερο πρόβλημα των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου. ‘Αλλες σημαντικές δυσκολίες είναι η συμπίεση της καταναλωτικής δαπάνης και η έλλειψη ρευστότητας.

– Παρατηρείται μετατόπιση των προβλημάτων σε ζητήματα που κατά τη διάρκεια της κρίσης κρίνονταν από τις επιχειρήσεις δευτερεύουσας σημασίας (μίσθωμα, απασχόληση προσωπικού, αθέμιτος ανταγωνισμός, malls, μεταβολές τεχνολογίας).

– Το ποσοστό των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου που καταγράφει δανειακές οφειλές προς το τραπεζικό σύστημα είναι μόλις 17% μειωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2018 ενώ τρεις στις 10 από αυτές δεν εξυπηρετούν τη δανειακή τους οφειλή (31% των επιχειρήσεων που έχουν κάποιο επιχειρηματικό δάνειο).

– Σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης αποτελούν τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης 86,4% τα οποία παρουσιάζουν οριακή αύξηση σε σχέση με το 2018 85,2% ενώ το τελευταίο έτος σημειώθηκε μείωση της χρηματοδότησης από τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη από 38,4% σε 33,3%.

Στην παρουσίαση της έκθεσης, συμμετείχαν οι διευθυντές των επιστημονικών ινστιτούτων των κοινωνικών εταίρων και συγκεκριμένα οι κ.κ. Γιώργος Αργείτης (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ), Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ), Χρήστος Γεωργίου (ΣΒΒΕ), Διονύσης Γράβαρης (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ) και Ηλίας Κικίλιας (ΙΝΣΕΤΕ).

Ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ σημείωσε ότι ο κλάδος δεν ακολουθεί τη διεθνή τάση στο βαθμό που πρέπει και τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να επιταχύνει ενώ πρόσθεσε ότι ο τουρισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός ώστε κάποιος να μπορεί μετά το ταξίδι του στη χώρα μας να αγοράζει από απόσταση, οπότε αυτό θα πολλαπλασιάσει τις πωλήσεις.

Η υψηλή ανεργία, το δημογραφικό πρόβλημα οι πιέσεις στις επενδύσεις, η χρηματοδότηση και η παραγωγικότητα είναι οι τομείς στους οποιόυς θα πρέπει να δοθεί έμφαση διότι, ενώ η οικονομία βελτιώνεται υπάρχουν μακροχρόνιες δυσκολίες και συνεπακόλουθα υπάρχουν αλλαγές που πρέπει να γίνουν.

Η ψηφιοποίηση, η καθετοποίηση, η διασύνδεση με τον τουρισμό, η διασύνδεση με την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση όλα αυτά εκκρεμούν «αλλά επειδή η σημερινή δυναμική δεν μας πάει εκεί που θελουμε να μας πάει θα πρέπει να αντιληφθούμε τις ευκαιρίες» όπως είπε.

Ο Γιώργος Αργείτης, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΙΝΕ ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας αναφέρθηκε στο μοντέλο ανάπτυξης. Πώς, δηλαδή, θα μπορέσει να απορροφήσει ο κλάδος του εμπορίου τις πιέσεις της ψηφιακής επανάστασης Όπως είπε οι υπηρεσίες θα δεχτούν τις μεγαλύτερες πιέσεις άρα η προσαρμογή του κλάδου θα κρίνει το μετασχηματισμό όλης της ελληνικής οικονομίας.

Επίσης υπογράμμισε τη σημασία της κλιματικής αλλαγής στην εξέλιξη και ανέφερε ως παράδειγμα τη μέτρηση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων.

Τέλος υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι δίκαιη (αμοιβές, όγκος απασχόλησης, κλαδικές συμβάσεις κλπ)

Ο Διονύσης Γράβαρης, πανεπιστημιακός καθηγητής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ εστιάστηκε στο ότι η χρηματοδότηση σημαντικού τμήματος του εμπορίου γίνεται, ακόμη, κυρίως από ίδια κεφάλαια ενώ σχετικά με την ψηφιακή δικτύωση είπε ότι γίνεται χρήση ψηφιακών μηχανισμών αλλά δεν υπάρχει μια οργανωμένη πολιτική με χρηματοδοτικά εργαλεία που να καθιστά την κοινωνία ψηφιακά προσαρμοζόμενη στην πορεία προς την 4η βιομηχανική επανάσταση.

Ο Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής ΙΝΣΕΤΕ υπογράμμισε ότι οι τουρίστες πέρυσι έδωσαν 2,7 δις ευρώ για ψώνια και αν δαπανούσαν ότι δαπανούν σε ανταγωνίστριες χώρες θα έπρεπε να είναι τριπλάσια τα ποσά. Οι διαφορές με τους ανταγωνιστές, σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΤΕ, εστιάζονται στην περιορισμένη ποικιλία επιλογών και στη σχέση ποιότητα τιμής οι οποίες στην Ελλάδα κινούνται χαμηλότερα από την Ισπανία την Τουρκία, τη Μάλτα, Κροατία και την Πορτογαλία.