Μια συμφωνία συμβιβασμού σύναψαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες με την κυβέρνηση Τραμπ, επιλέγοντας να δεχθούν δασμούς 15% στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, προκειμένου να αποτραπεί μια ευρύτερη εμπορική σύγκρουση. Σύμφωνα με ανάλυση των New York Times, η εν λόγω συμφωνία δεν αναμένεται να τονώσει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, όμως οι Βρυξέλλες προτίμησαν τη διατήρηση ανοιχτών διαύλων με την Ουάσινγκτον, σε μια κρίσιμη περίοδο για τα γεωπολιτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η ανάλυση ξεκινά με τον όρο «Survive and advance», που περιγράφει μια στρατηγική επιβίωσης: δεν χρειάζεται κανείς να θριαμβεύσει, αρκεί να αποφύγει την ήττα για να περάσει στον επόμενο γύρο. Η φράση αποδίδει εύστοχα τη στάση της Ευρώπης στη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ.
Οι New York Times τονίζουν ότι η Ευρώπη επέλεξε ακριβώς αυτή τη λογική στη συμφωνία-πλαίσιο με τον Ντόναλντ Τραμπ, η οποία προβλέπει την επιβολή 15% δασμών σε μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αν και η συμφωνία δεν φέρνει οικονομικά οφέλη, χαρακτηρίζεται ως «το μικρότερο κακό», καθώς αποτρέπει μια μετωπική σύγκρουση και επιτρέπει στους Ευρωπαίους να επικεντρωθούν σε διεθνή θέματα προτεραιότητας, με κυρίαρχο τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Υποχώρηση των Βρυξελλών για χάρη της σταθερότητας
Για κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες όπως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Φρίντριχ Μερτς και ο Εμανουέλ Μακρόν, η αποδοχή των επώδυνων όρων σηματοδοτεί μια προσπάθεια εκτόνωσης των εντάσεων με την Ουάσινγκτον. Η πρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Τραμπ στη Σκωτία πως «θα φέρει σταθερότητα. Θα φέρει προβλεψιμότητα. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις επιχειρήσεις μας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η Ευρώπη είχε στη διάθεσή της μια πιο επιθετική επιλογή, καθώς τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είχαν ήδη ετοιμάσει πακέτο αντιμέτρων ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αύξαναν τους δασμούς στο 30% από 1η Αυγούστου. Παρ’ όλα αυτά, επέλεξαν να μην τραβήξουν το σχοινί.
Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και άλλων χωρών κατέληξαν σε συντονισμένη γραμμή απέναντι στην πρόκληση. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι δασμοί επιβαρύνουν την ανάπτυξη και λειτουργούν ανασταλτικά για την οικονομία.
Μερτς: «Οι δασμοί μας βλάπτουν όλους»
Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς παραδέχθηκε δημοσίως ότι «οι δασμοί, ανεξαρτήτως του επιπέδου τους, μας βλάπτουν όλους. Όχι μόνο εμάς τους Ευρωπαίους, αλλά, κατά την ακράδαντη πεποίθησή μου, και την αμερικανική οικονομία μακροπρόθεσμα».
Ωστόσο, αναγνώρισε και τη σταθερή στάση του Τραμπ: «Ο πρόεδρος Τραμπ επιμένει να θέλει δασμούς. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να δρα με αυτό τον τρόπο, τουλάχιστον όσο, κατά τη δική της άποψη, έχει εμπορικό έλλειμμα». Κλείνοντας, ο Μερτς σημείωσε με κάποια απογοήτευση: «Θα καλωσόριζα ασφαλώς περαιτέρω διευκόλυνση του διατλαντικού εμπορίου».
Αμετακίνητη η Ευρώπη στο ζήτημα της Ουκρανίας
Σε αντίθεση με τη στάση τους για τους δασμούς, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν αμετακίνητοι στην υπόθεση της Ουκρανίας. Μέσω διπλωματικών επαφών, τηλεφωνικών συνομιλιών και επισκέψεων σε Ουάσινγκτον, Καναδά και Ολλανδία, επιχειρούν να πείσουν τον Τραμπ να απομακρυνθεί από τον Πούτιν και να συνεχίσει τη στήριξη προς το Κίεβο.
Τους τελευταίους μήνες, οι Βρυξέλλες υιοθέτησαν συνδυασμό πιέσεων και καλοπιάσματος προς την αμερικανική ηγεσία, διατηρώντας την ελπίδα ότι η συνέχιση της δυτικής υποστήριξης θα φέρει τον Ρώσο πρόεδρο στο τραπέζι του διαλόγου.
Η χθεσινή συμφωνία στη Σκωτία μειώνει τον κίνδυνο εκτροπής της ευρωπαϊκής στρατηγικής στα διεθνή μέτωπα, όπως η Ουκρανία, το Ιράν και η Μέση Ανατολή. Ωστόσο, δεν εξαλείφει πλήρως τις ανησυχίες.
Οι Ευρωπαίοι δεν πείθονται ότι η συμφωνία είναι τελική
Όπως επισημαίνει η εταιρεία Pantheon Macroeconomics, «δεν πρέπει να θεωρήσουμε αυτές τις συμφωνίες ως τελικές». Παρόμοιες ανησυχίες εκφράζουν και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, επισημαίνοντας ότι οι υποσχέσεις του Τραμπ για την Ουκρανία ή το ΝΑΤΟ δεν είναι δεδομένες.
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να αλλάξει στάση οποιαδήποτε στιγμή. Οι όροι των συμφωνιών μπορούν να τεθούν εκ νέου υπό αμφισβήτηση, κάτι που ήδη συμβαίνει με τον Καναδά και το Μεξικό, οι οποίοι διαπραγματεύονται ξανά εμπορική συμφωνία που είχαν συνάψει στην πρώτη θητεία Τραμπ.
Η στρατηγική απέναντι στον Τραμπ παραμένει, λοιπόν, μια: «επιβιώνεις και προχωράς». Κάθε μέρα είναι μια νέα δοκιμασία.