Το πρώτο «ραντεβού» της ελληνικής οικονομίας με την επενδυτική βαθμίδα είναι προγραμματισμένο για σήμερα Παρασκευή, καθώς ο καναδικός οικονομικός οίκος DBRS θα ανακοινώσει εάν θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και θα την κατατάξει στην επενδυτική βαθμίδα. Εάν πράγματι συμβεί αυτό, τότε θα κλείσει οριστικά ένας επώδυνος κύκλος 13 ετών που άνοιξε με τις πρώτες υποβαθμίσεις και κορυφώθηκε με τα μνημόνια και την κρίση χρέους που λίγο έλειψε με τους τραγικούς χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο εξάμηνο του 2015 να φέρει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης ή ακόμη και στο χείλος του γκρεμού, εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα σημάνει κατ’ ουσίαν την επιστροφή της χώρας μας σε ένα ιδιότυπο κλαμπ των ισχυρών οικονομικά χωρών, ενώ ακολουθούν οι οίκοι αξιολόγησης της Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου και της Standard and Poor’s στις 20 Οκτωβρίου. Στις 2 Δεκεμβρίου είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch και μεγάλος στόχος ασφαλώς για την Ελλάδα είναι το «4 στα 4».
Πάντως σε όποια από αυτές τις ημερομηνίες έρθει η πολυπόθητη θετική είδηση για την Ελλάδα, ανεξαρτήτως αν θα είναι δηλαδή την Παρασκευή ή αργότερα, το αποτέλεσμα για την εθνική οικονομία επί της ουσίας θα είναι το ίδιο. Ούτως ή άλλως, οι συγκεκριμένοι οικονομικοί οίκοι είναι αναγνωρισμένοι από την ΕΚΤ, συνεπώς η αξιολόγησή τους είναι αυτή που θα έχει άμεση αντανάκλαση στην ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι τυπικά ήδη την επενδυτική βαθμίδα έχει δώσει από τον Ιούλιο στην Ελλάδα ο ιαπωνικός οίκος R&I – ο οποίος όμως δεν αναγνωρίζεται από την ευρωτράπεζα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι πιθανότητες αυτήν τη στιγμή είναι μοιρασμένες. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που η DBRS δεν προχωρήσει στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, τότε θα αποτυπώσει με καθαρό τρόπο τις θετικές προοπτικές της, δεδομένου ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται πλέον σταθερά κοντά σε αυτές των μεσογειακών χωρών, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της ισχυρής Γαλλίας.
Καλπάζουν οι ρυθμοί ανάπτυξης
Επίσης, η Ελλάδα καταγράφει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σταθερά το τελευταίο διάστημα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ε.Ε. ή την Ευρωζώνη– ενώ δεν τίθεται ζήτημα πολιτικής αβεβαιότητας ύστερα από τις εκλογές του Ιουνίου και τη σαρωτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης να δείχνουν σταθερά τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Αυτό άλλωστε θα επαναλάβει και στην ομιλία του από το βήμα της ΔΕΘ το βράδυ του Σαββάτου ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τονίζοντας ότι τα μέτρα στήριξης που θ’ ανακοινωθούν θα είναι απολύτως στοχευμένα και κυρίως μετρημένα, εντός πλαισίου.
Ριζικές αλλαγές στην τσέπη μας
Τι σημαίνει πρακτικά η επιστροφή της Ελλάδας και της οικονομίας της στην επενδυτική βαθμίδα; Πρώτα απ’ όλα, τη μείωση του κόστους δανεισμού για το Δημόσιο και τις τράπεζες και κατ’ επέκταση για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, θα ανοίξει τον δρόμο για ακόμη περισσότερες άμεσες και έμμεσες επενδύσεις στη χώρα μας, όπου με τον όρο «έμμεσες επενδύσεις» εννοείται η τοποθέτηση σε ελληνικά χρεόγραφα (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.). Τούτο σημαίνει ότι η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων μπορεί να διευκολύνει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και βέβαια την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στο δημοσιονομικό επίπεδο.
Κυρίως αυτό που σηματοδοτεί η επενδυτική βαθμίδα είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, πράγμα για το οποίο έχει εργαστεί συστηματικά από το 2019 έως και σήμερα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και έχει φέρει απτά αποτελέσματα που οδηγούν άλλωστε σε αυτήν την εξέλιξη. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία και δη η χρηματαγορά της θωρακίζεται και αποκτά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι σε κρίσεις που προκαλούν εξωγενείς παράγοντες ή τη γενικότερη αστάθεια που μπορεί να επικρατεί στις διεθνείς αγορές, όπως συνέβη π.χ. με την ενεργειακή κρίση και με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού παγκοσμίως και συνεπακόλουθα η αύξηση των επιτοκίων από τη Fed και την ΕΚΤ ή άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν διαμορφώσει μια νέα, δύσκολη πραγματικότητα, τότε η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας μεταφράζεται αυτομάτως σε μεγαλύτερες αντοχές απέναντι σ’ αυτές τις πιέσεις που έχουν αντίκτυπο σε όλα τα μεγέθη της αγοράς – ακόμη και τις τιμές στις υπηρεσίες και τα προϊόντα, δηλαδή στο κόστος ζωής.