Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ταϊβάν πρόκειται να αρχίσουν το φθινόπωρο επίσημες διαπραγματεύσεις ενόψει της σύναψης διμερούς συμφωνίας για το εμπόριο και τις επενδύσεις, όπως ανακοίνωσε χθες Τετάρτη το Αμερικάνος αντιπρόσωπος για το εμπόριο (USTR), με φόντο τη σοβαρή κλιμάκωση των εντάσεων με την Κίνα.
Οι συνομιλίες εγγράφονται στο πλαίσιο πρωτοβουλίας η οποία αναγγέλθηκε μόλις τον Ιούνιο και ήδη οδήγησε σε μια πρώτη συνάντηση τον ίδιο μήνα.
Πέρα από την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών και των επενδύσεων, οι συνομιλίες θα αφορούν επίσης τις αντιδράσεις σε «πολιτικές και μεθόδους αντίθετες στην αγορά», ανέφεραν οι υπηρεσίες της USTR Κάθριν Τάι, φράση που ελάχιστες αμφιβολίες αφήνει πως αναφέρεται στην Κίνα.
«Η υπογραφή συμφωνίας για το εμπόριο θα ενισχύσει τις ανταλλαγές και τις επενδύσεις και θα προωθήσει την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς για τους εργαζομένους μας και τις εταιρείας μας», ανέφερε η αναπληρώτρια αμερικανίδα αντιπρόσωπος για το εμπόριο, Σάρα Μπιάνκι.
Η επίσημη έναρξη των συνομιλιών της Ουάσινγκτον και της Ταϊπέι αποτελεί ακόμη μια ένδειξη της πρόθεσης των ΗΠΑ να συσφίξουν περαιτέρω τις σχέσεις τους με την Ταϊβάν, ήδη σημαντικό εμπορικό εταίρο τους.
Στις αρχές Αυγούστου η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Νάνσι Πελόσι, επισκέφθηκε τη νήσο, ακολουθούμενη από ομάδα αμερικανών κοινοβουλευτικών τη Δευτέρα.
Οι κινεζικές αρχές εξέλαβαν ως πρόκληση την επίσκεψη της εξέχουσας Δημοκρατικής πολιτικού στη νήσο και αντέδρασαν διεξάγοντας τα μεγαλύτερα στρατιωτικά γυμνάσια στο Στενό της Ταϊβάν στην ιστορία και επιβάλλοντας εμπορικές κυρώσεις στη νήσο.
Η Κίνα θεωρεί τη νήσο περίπου 23 εκατομμυρίων κατοίκων, με δική της, αυτόνομη κυβέρνηση, αποσκιρτήσασα επαρχία της, προορισμένη να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα διά της βίας αν χρειαστεί.
Η Ταϊβάν παραμένει αυτόνομη από το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου (1949).
Ταϊπέι και Ουάσινγκτον ήδη συνδέονται, από το 1994, με πλαίσιο για το εμπόριο και τις επενδύσεις, που πάντως δεν είναι επίσημη διεθνής συμφωνία.