Ιδιαίτερος και ισχυρός είναι ο συμβολισμός των πρώτων ημερών του φθινοπώρου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την ψήφο εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται τόσο στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού από το βήμα της ΔΕΘ, όσο και στις αξιολογήσεις των ξένων οίκων της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ξεκινούν τον Σεπτέμβριο, με την αξιολόγηση από τη Moody΄s να είναι η πιο σημαντική, καθώς είναι ο μόνος οίκος που δεν έχει δώσει επενδυτική βαθμίδα.
Ο νέος γύρος αξιολογήσεων ξεκινά στις 6 Σεπτεμβρίου από τον οίκο DBRS και ακολουθούν η Moody’s στις 13 Σεπτεμβρίου, η Standard and Poor’s στις 18 Οκτωβρίου, η Fitch στις 22 Νοεμβρίου και Scope Ratings στις 6 Δεκεμβρίου 2024.
Όσοι υπερθεματίζουν για τη σημασία των διεθνών αξιολογήσεων στη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, σημειώνουν ότι ο οίκος Moody’s είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο, γι’ αυτό και η δυνητική ζήτηση σε περίπτωση αναβάθμισης για τα ελληνικά ομόλογα μπορεί να φτάσει πλέον ακόμη και στα 20 δισ. ευρώ. Η αξιολόγηση της Moody’s παραμένει σε Ba1 (μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική) με σταθερές προοπτικές επαναξιολόγησης.
Στις αρχές του περασμένου Αυγούστου του 2023 γινόταν το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία.
Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings, ο οποίος ωστόσο δεν αναγνωριζόνταν από την ΕΚΤ (σήμερα αναγνωρίζεται) έδινε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Ακολούθησε η DBRS το Σεπτέμβριο 2023, η Standard & Poor’s τον Οκτώβριο και η Fitch Ratings το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, διαμορφώνοντας την πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας σε (BBB-).
Η μεταβολή των προοπτικών της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από τον οίκο Standard and Poor’s τον Απρίλιο του 2023 τροφοδότησε την αύξηση των θέσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, σε σχέση με άλλα κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που αντιστοιχεί σε περίπου 80% της πτώσης των διαφορών αποδόσεών τους έναντι των γερμανικών ομολόγων αναφοράς.
Η επίδραση των αναβαθμίσεων συνεχίστηκε και μετά το δ’ τρίμηνο του 2023 και εξηγεί μια μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά περίπου 20 μ.β. επιπλέον της μείωσης που προκαλείται από τη διαμόρφωση προσδοκιών για μείωση των βασικών επιτοκίων. Οι διαφορές των αποδόσεών τους έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχουν μειωθεί σημαντικά.
Η διαφορά αποδόσεων (spread) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού τίτλου αντίστοιχης διάρκειας μειώθηκε το 2023 (κατά 98 μ.β. στις 105 μ.β.) και έχει παραμείνει σε αυτά τα χαμηλότερα επίπεδα έκτοτε.
Ταυτόχρονα, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνη του αντίστοιχου ιταλικού δεκαετούς ομολόγου,ήδη από το β΄ τρίμηνο του 2023. Μάλιστα οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, σε όλο το εύρος της καμπύλης αποδόσεων, ακολούθησαν την πτωτική πορεία που διαμορφώθηκε από τις θετικές προοπτικές και τις αναβαθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023 .
Στις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων παρατηρείται σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που συνδέεται με την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία, η οποία επιφέρει αύξηση της ζήτησης ελληνικών τίτλων, ιδίως ελληνικών κρατικών ομολόγων, εκ μέρους διεθνών επενδυτών. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι οι πρόσφατες εκδόσεις μακροπρόθεσμων και πολύ μακροπρόθεσμων ομολόγων, εκτός του ότι αυξάνουν τη μεσοσταθμική διάρκεια του χρέους που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά ομολόγων, ενέχουν και πολύ θετική σηματοδότηση, εξαιτίας της ισχυρής ζήτησης.
Σε αυτό το χρηματοοικονομικό περιβάλλον το Ελληνικό Δημόσιο σταδιακά μπορεί να αντικαταστήσει χρέος βραχείας διάρκειας με πιο μακροπρόθεσμες εκδόσεις, όπως φαίνεται από τη μείωση των νέων εκδόσεων εντόκων γραμματίων. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, εκδόθηκαν βραχυπρόθεσμοι τίτλοι (δηλ. έντοκα γραμμάτια διάρκειας 3, 6 και 12 μηνών) συνολικού ύψους 8,5 δισεκ. (έναντι 11,6 δισεκ. για το ίδιο διάστημα του 2023).
Οι αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος διευρύνουν την επενδυτική βάση για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αύξηση στους όγκους συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά.