Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εξετάζει τη σταδιακή μείωση των επιτοκίων σε τέσσερα βήματα, με στόχο να φτάσουν το 2% από το τρέχον 3%. Το βασικό σχέδιο, που προβλέπει ισόποσες μειώσεις κατά 0,25 της μονάδας, εκτιμάται ότι θα τεθεί σε εφαρμογή από τη συνεδρίαση του Ιανουαρίου, με τις υπόλοιπες να ακολουθούν σε επόμενες συνεδριάσεις.
Αφορμή για αυτήν την πορεία αποτελούν δύο βασικοί παράγοντες: η ταχύτερη από το αναμενόμενο αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που απαιτούν την προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής.
Επιτάχυνση στη μείωση του πληθωρισμού
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός υποχωρεί με ρυθμό 0,2% ταχύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις, γεγονός που ενισχύει την αισιοδοξία για επίτευξη του στόχου του 2% νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Αυτή η εξέλιξη ανοίγει τον δρόμο για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, η οποία αναμένεται να δώσει ώθηση στην οικονομία και να διευκολύνει τους δανειολήπτες.
Επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας
Παρά την πρόοδο στον πληθωρισμό, οι οικονομικοί δείκτες της ευρωζώνης καταδεικνύουν επιβράδυνση. Η Γερμανία εμφανίζει υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η Γαλλία αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του διογκούμενου δημόσιου χρέους της. Σ' αυτό το περιβάλλον, η μείωση των επιτοκίων και η παροχή φθηνότερου χρήματος θεωρούνται κρίσιμα εργαλεία για την αποφυγή ύφεσης και την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Αβεβαιότητα από εξωτερικούς παράγοντες
Παράλληλα, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη εξωτερικούς κινδύνους, όπως οι ενδεχόμενοι δασμοί στις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων από τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Εάν υλοποιηθούν τέτοιες ενέργειες, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να αντιδράσει πιο δυναμικά για να προστατεύσει την οικονομία της ευρωζώνης.
Η δέσμευση της ΕΚΤ για δράση
Η ΕΚΤ διαβεβαιώνει ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να αποτρέψει οικονομικούς κινδύνους. Στο παρελθόν, η Τράπεζα είχε λάβει παρόμοια μέτρα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και της πανδημίας, παρέχοντας φθηνό χρήμα και ενισχύοντας τη ρευστότητα στην αγορά. Αντίστοιχες παρεμβάσεις αναμένονται και στο μέλλον, εφόσον χρειαστεί.
Με τις πρώτες ανακοινώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου να αναμένονται στις 20 Ιανουαρίου, η Φρανκφούρτη και οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης παραμένουν σε στάση αναμονής, προετοιμάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους για τη σταθεροποίηση της οικονομίας.